Κείμενο: Τίνα Δημοπούλου – Μιχαλοπούλου
Φοιτήτρια
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Έχει περάσει καιρός από τότε που η Ελένη άνοιγε το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας και έτρωγε γλυκά. Παλιά, ενώ διάβαζε ένα λογοτεχνικό βιβλίο στο κρεβάτι της, την έπιανε μια αθεράπευτη επιθυμία για ζάχαρη. Έτρωγε κάθε λογής γλυκά —μπισκότα γεμιστά, κουλουράκια με πορτοκάλι, βρώμη σοκολάτας σε σχήμα καρδιάς— και άμα ήταν ανάγκη χαλβά —όχι σιμιγδαλένιο, τον άλλον— και κάνα γλυκό του κουταλιού.
Δεν ξέρει από πού άρχισε να πηγάζει αυτή η συνήθεια. Έχει τη θεωρία ότι φταίει αυτή η νταντά που έβαζε η μάνα της να την προσέχει και να της μαγειρεύει. Πάντα μαγείρευε με σταγονόμετρο. Συγκεκριμένες ποσότητες για τον καθένα. Άγχος της μήπως δεν περισσέψει φαγητό για τους γονείς και δυσαρεστηθούν. Αποτέλεσμα: έτρωγε ένα μπουτάκι κοτόπουλο, ένα αβγό με τρία ντοματίνια και δυο φέτες ψωμιού. Μετά από δύο ώρες πείναγε.
Τα τελευταία χρόνια ζει με τον νυν φίλο της σε ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα και μπαλκόνι. Της αρέσει να κάνει ένα τσιγάρο εκεί τα βράδια και να γελάει με τον εαυτό της που ελπίζει να δει ένα αστέρι να πέφτει στην πυκνοκατοικημένη πόλη.
Από τη στιγμή που ενηλικιώθηκε και μετά έκοψε τη μεσημεριανή συνήθεια των γλυκών. Δεν της άρεσαν τα ψωμάκια γύρω από τη μέση της. Η επόμενη ασχολία της το σεξ. Είχε παρατηρήσει πως ήταν το μόνο που την έκανε να ξεχνάει την επιθυμία της για τα μεσημεριανά γλυκά. Γι’ αυτό αναζητούσε τον τέλειο εραστή˙ και θα μπορούσε να πει ότι τον βρήκε στο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Τον είχε αφήσει να έχει τον πλήρη έλεγχο πάνω της. Άμα έκανε κάτι που τον δυσαρεστούσε, της θύμωνε για μέρες. Της έλεγε να γυρίσει στους προηγούμενους εραστές της και όταν αυτή τον διαβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανένας καλύτερος από αυτόν, εκείνος της έλεγε πως κάτι πρέπει να κάνει για να ανταμειφθεί με τη συγχώρεσή του. Μια Τρίτη τής θύμωσε που δεν τον υποστήριξε σε μια κουβέντα με τον φίλο του Αναστάση περί της ανωτερότητας της χιπ-χοπ μουσικής έναντι της ροκ. Όταν γύρισαν σπίτι, την έβαλε να καθαρίσει κάθε σπόρο που περιέβαλε κάθε μια από τις δεκάδες φράουλες που της είχε βάλει μπροστά.
Τα Χριστούγεννα δεν έμενε με τον Αλέξανδρο. Πήγαινε στους γονείς της. Τους έβλεπε μόνο στις γιορτές. Και της έλειπαν καθημερινά πολύ. Καμιά φορά περπατούσε καθώς γύριζε σπίτι σε μεγάλους δρόμους —στην Ερμού ή στην Ακαδημίας— και έκλαιγε. Σκεφτόταν τον πατέρα της, τον μπαμπάκα της, πως δεν τον βλέπει συχνά και πως μια μέρα θα πεθάνει και δε θα τον έχει ζήσει αρκετά. Όταν πηγαίνει όμως στις γιορτές στα οικογενειακά τραπέζια, το μόνο που θέλει είναι να φύγει. Είναι τόσο δύσκολο γι’ αυτήν. Γιατί δεν τους μισεί. Τους αγαπάει πολύ αλλά δε θέλει να περνάει πολύ χρόνο μαζί τους, γιατί τη θλίβει. Τη θλίβει αυτή η απαισιόδοξη στάση για τη ζωή. Όλοι αυτοί οι καυγάδες, οι εντάσεις, οι τριβές για το τίποτα.
Όταν ήταν μικρή, έλεγε πάντα στις φίλες της πως δε θέλει να κάνει παιδιά, γιατί φοβάται μήπως δεν τα κάνει ευτυχισμένα. Τώρα έχει αλλάξει γνώμη. Θέλει να κάνει κάτι. Κι ας αποτύχει. Πιστεύει πως μπορεί να τα κάνει χαρούμενα. Αυτό της δίνει ελπίδα˙ ότι, αν είναι χαρούμενη, θα είναι κι αυτά.
Σχημάτισε τον αριθμό του Αλέξανδρου στο κινητό της. Η φωνή της έτρεμε.
– Έλα!
– Είμαι στον δρόμο. Πάω στο σπίτι των γονιών μου, όπως ξέρεις. Πήρα να σου πω ότι δε θέλω πια να είμαι μαζί σου. Δε νιώθω χαρούμενη μαζί σου, νιώθω όπως με τους γονείς μου. Θέλω να φύγω. Τους γονείς μου δεν τους επέλεξα. Εσένα όμως σε επέλεξα. Δε θέλω να σε επιλέγω πια.
– Τι να σου πω. ΟΚ, είπε αδιάφορα και ήξερε πως ήταν έτοιμος να πετάξει το κινητό σε κάποιον τοίχο.
– Αντίο.
Η Ελένη έκλεισε το τηλέφωνο και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν λυγμό. Έναν λυγμό ανακούφισης που βρήκε το θάρρος να το τελειώσει. Έφτασε σχεδόν στο πατρικό της σπίτι. Σκέφτηκε: δε θα μείνω πολύ. Θα προσπαθήσω να εκτιμήσω τις καλές τους στιγμές και μετά θα φύγω. Πού θα πάω; Πού θέλω να πάω; Θέλω να πάω σπίτι μου αλλά δεν ξέρω πού είναι. Θα ψάξω, δήλωσε στον εαυτό της και ένιωσε ένα ρίγος φόβου και ενθουσιασμού να τη διαπερνά. Θέλει να ταξιδέψει. Να βρει απαντήσεις. Από πού να ξεκινήσει; Πώς να τα καταφέρει οικονομικά; Θα τα καταφέρει. Θα ξεκινήσει από τον πρώτο στόχο. Θα πάρει ένα τρένο που περνάει τα σύνορα της Ελλάδας.
Έφτασε στο σπίτι. Χτύπησε το κουδούνι. Παλιά γνώριμα χέρια την αγκάλιασαν. Στο τραπέζι έφαγε από τα πάντα, ίσως και παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Δεν πειράζει, σκέφτηκε. Ένιωθε ακόμα λίγο μελαγχολική. Δεν πειράζει, είπε από μέσα της. Είναι εντάξει. Σιγά – σιγά. Ξάπλωσε στον καναπέ δίπλα στο τζάκι και αποκοιμήθηκε γλυκά από τις ασήμαντες ομιλίες των ανθρώπων στο τραπέζι. Ονειρεύτηκε ότι ήταν στο Παρίσι και πως έτρωγε μια πεντανόστιμη σοκολατόπιτα, χωρίς καμία τύψη.