Κείμενο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος

 


Το δωμάτιο έχει αλλάξει. Νομίζω πως το πνεύμα κάποιου αγάλματος πλανιέται εκεί, μια γύψινη ενέργεια. Είναι και το πνεύμα ενός άρρωστου κόκορα, ο οποίος κάθε πρωί μαζεύει τη δύναμη που του έχει απομείνει, για να αναγγείλει τη μέρα όπως είναι προγραμματισμένος.

Μερικές φορές το σπαρακτικό του κακάρισμα αντηχεί στα σπλάχνα μου σαν να βγαίνει από την καρδιά μου. Ο ήχος που εισχωρεί στο σώμα μου έχει τη δύναμη να το αναποδογυρίσει, να το πετάξει κάτω. Ξυπνάω καθώς με αρπάζει.

Στο κέντρο του δωματίου υπάρχει το κρεβάτι. Κάνω χιλιόμετρα κάθε μέρα γύρω από το κρεβάτι, απέναντι από το σώμα.

Το σώμα είναι θαμπό, σαν σκονισμένο από το χρόνο. Το δέρμα του είναι πυκνό, σε ξεγελάει. Απόκρυφες τελετές συμβαίνουν μέσα του που το εξαντλούν, αγκομαχάει, λαχανιάζει. Το προδομένο σώμα μετρά τις ώρες με τις ανάσες. Το ανοιχτό στόμα με τους αόρατους λεπτοδείκτες έχει μείνει εμβρόντητο μπροστά στην απόλυτη και οριστική εξουσία της μεταμόρφωσης.

Για το σώμα νυχτώνει από τις 12 το μεσημέρι. Το φως εξασθενεί και ο ωκεανός που μέσα του βυθίζεται πλημμυρίζει το δωμάτιο. Το πρόσωπο συρρικνώνεται, τα μάτια κλείνουν, οι άναρθρες κραυγές αποτραβιούνται στο βάθος, γιατί το σώμα εξαπλώνεται, κυριαρχεί, καθορίζει, έχει αποφασίσει.

Δεν θέλω να κοιτάξω τις ζωγραφιές του που κοσμούν τους τοίχους, δεν μπορώ να αντικρίσω τη δύναμή τους, τα χρώματά τους, τη ζωή που πέρασε, δεν μπορώ να την εξηγήσω. Είναι τόσο δυνατά όσο το αδύναμο σώμα, αυτός ο κατακτητής, ο βασιλιάς. Όλες αυτές οι στρατιές της δύναμης και της αδυναμίας ολόγυρά μου, μου τρυπάνε το νου.

Δεν έχω το χρόνο να θρηνήσω, να θυμηθώ, να σκεφτώ, γιατί τρέχουμε μαζί, παράλληλα με την απώλεια. Την ακολουθώ που τρέχει σαν βιαστική, νευρική, λυγερόκορμη μαυροντυμένη γριά στα σοκάκια, κουκουλωμένη με τη μαντήλα χωρίς να φαίνονται τα χαρακτηριστικά της. Δεν μπορώ να σταματήσω, γιατί αν σταματήσω, θα γυρίσει απότομα, με το κοφτερό της βλέμμα να καρφώσει το σώμα κι εμένα. Εκεί θα μείνουμε για πάντα αγάλματα και οι τρεις.

Την ακολουθώ, δεν ξέρω πού πάει, πότε θα σταματήσει, πού θέλει να πάμε, μόνο ακούγονται τα βήματά μας στο σοκάκι, αυτή σαν να ξύνει το έδαφος διαγράφοντας γραμμές και πάνω τους εγώ τρέχω, τραβώντας πίσω μου το κρεβάτι με το σώμα.

Προσπαθώ να το τραβήξω, να το σηκώσω, να το γυρίσω, να του δώσω νερό, να του μιλήσω…. Με πιάνει απελπισία.

Δεν με βοηθάς καθόλου, σε τίποτα! Μονολογώ με σπασμένη φωνή, έτοιμη να κλάψει, να θυμώσει….

Το σώμα αναστατώνεται, αρχίζει να βγάζει κραυγές, προσπαθεί να μιλήσει, δεν ξέρω τι θέλει. Τρομάζω μήπως έπαθε κάτι. Τρέχω κοντά στο πρόσωπό του.

Τι θέλεις; Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις, τι λες;

Βάζω το αφτί μου στο ανοιχτό στόμα. Τι θέλεις, τι λες;

Ακούω το σώμα να συλλαβίζει ψιθυριστά λαχανιάζοντας, με διακοπές, κάθε συλλαβή μένει για λίγο μετέωρη προσπαθώντας να πιάσει το χέρι της προηγούμενης: «σ’ α- γα- πά- ω…».

Ένα παιδικό, μικρό ελικόπτερο βγαίνει μέσα από το κεφάλι μου και γυρίζει στο δωμάτιο ζουζουνίζοντας με τον έλικά του. Σκορπάει χαρτάκια με τις συλλαβές σ’ α- γα- πά-ω.

Άφησα για λίγο το σώμα αβοήθητο, στην ησυχία του κι εκείνο βυθίστηκε ξανά. Πήγα πίσω – πίσω, αδύναμα τα πόδια μου, κάθισα. Τα χαρτάκια με τις συλλαβές σ’ α- γα-πά-ω μας έλουσαν. Σε λίγο έπλεαν στα δάκρυα μιας μικρής λίμνης μπροστά από το κρεβάτι.

Το σώμα πια δεν φωνάζει, δεν έχει ήχο, μεγάλωσε η νύχτα, περπατάμε αυτές τις μέρες νύχτες. Ξαφνικά η γριά μπροστά μας σταμάτησε.

Κοκάλωσα.

Κάτι ένιωσα πίσω μου, στη ραχοκοκαλιά μου.

Γύρισα. Το σώμα είχε ανοίξει τα μάτια του.

Έτρεξα κοντά του. Άνοιξες τα ματάκια σου…..

Κοίταξα για λίγο βαθιά μέσα τους. Ήταν τόσο μικρά, μικρά ματάκια, τόσο κουρασμένα. Όχι, δεν έμοιαζαν να κοιτούν εμένα, το βλέμμα ήταν πλατύ και μακρινό, χωρούσαν όλο τον κόσμο κι εμένα.

Όχι, δεν σκέφτηκα με το νου μου. Σκέφτηκα με το χέρι μου που ήταν σαν να είχε την αφή των ματιών αυτών. Αυτό σηκώθηκε αυτόματα κι έκλεισε απαλά τα βλέφαρά τους με αργή κίνηση. Το χέρι μου τα ένιωσε τόσο τρυφερά και κουρασμένα που δεν άντεχε να μην τα βοηθήσει να κλείσουν.

Μια μικρή ανάσα διάφανη, ανάλαφρη, καθαρή, δροσερή, βγήκε με έκταση από το στόμα, σαν να ακολουθούσε ένα δρομάκι και το στόμα έκλεισε.

Ένα στροβίλισμα χτύπησε τον αέρα. Σήκωσα το κεφάλι μου. Η γριά μπροστά μας είχε γυρίσει. Μας κοίταζε.

Κρατούσε στο χέρι της, κάτι διάφανο, σαν αεράκι που τρεμόπαιζε. Η ανάσα είναι, σκέφτηκα.

Η γριά κούνησε το κεφάλι της σαν επιβεβαίωση.

Καθώς ερχόταν προς το μέρος μας, βήμα – βήμα, γινόταν όλο και νεότερη, με πλησίασε ένα κορίτσι. Τώρα θα το πάρω εγώ, μου είπε. Ένιωσα το χέρι μου να σφίγγει το κρεβάτι.

Μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, μου είπε σιγανά με λεπτή, ζεστή φωνή. Θα το ξεκουράσω, θα το περιποιηθώ.

Έγνεψε προς το κρεβάτι κι αυτό την ακολούθησε.

Εεε …. εγώ…. ψέλισα.

Το κορίτσι ξαναγύρισε και μου έπιασε το χέρι.

Κι εσύ…. είπε…. μπορείς να είσαι περήφανη, γι’ αυτό το αυθεντικό, διάφανο σώμα που έφερε μέχρι εδώ την ήρεμη γενναιότητά του, την ευγένεια, την τόση αγάπη.

Όταν σφίγγω απαλά το χέρι μου, πιάνω την αφή του χεριού της, της ανάσας, της περηφάνιας και την αφή των ματιών, του βλέμματος που κοιτούσε τον κόσμο κι εμένα, πιάνω τα φυλακτά μου.