Κείμενο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος


Φυσούσε ο αέρας μανιασμένα. Ήχοι από τα κλαδιά των δέντρων, τους τενεκέδες που κατρακυλούσαν, από κάποιο μακρινό, απελπισμένο γάβγισμα έφταναν ως τ’ αφτιά μου. Δεν υπήρχαν ήχοι από ανθρώπους, όχι, γιατί αυτοί δεν βρίσκονταν έξω.

Έσβησα το φως, τράβηξα την κουρτίνα. Καθώς καθόμουν στην πολυθρόνα, χάζευα έξω από το παράθυρο τις σκιές των φυλλωμάτων που τρεμόπαιζαν ανάμεσα στα φώτα του δρόμου.

Οι σκιές αντανακλούσαν αστραπιαία στους τοίχους του δωματίου ή ήταν η ιδέα μου, αναρωτιόμουν, ώσπου μια από αυτές με άρπαξε. Αιωρούμουν κι όμως δεν έπεφτα. Καθόμουν πάνω σε ένα γκριζόμαυρο τεράστιο χέρι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Μάλλον πεθαίνω έτσι ξαφνικά, σκέφτηκα.

Ξύπνησα σε μια έρημη κεντρική πλατεία. Έβλεπα από πάνω μου δέντρα στολισμένα με πολύχρωμα φωτεινά λαμπιόνια.  Γύρω μου είχαν μαζευτεί σκιές που χόρευαν. Γκριζόμαυρες λεπτές φιγούρες που άλλαζαν σχήματα. Δεν ξεχώριζαν καλά, όμως φορούσαν πολύχρωμες μάσκες. Αυτές φωσφόριζαν στο σκοτάδι και πήγαιναν πότε από δω, πότε εκεί, με τον αέρα. Τότε, κατάλαβα ότι φορούσα κι εγώ μάσκα.

Σηκώθηκα από το έδαφος και το έβαλα στα πόδια. Δεν ήξερα πού πήγαινα, απλά έτρεξα. Γύρισα μια στιγμή να δω πίσω. Οι σκιές με ακολουθούσαν. Η καρδιά μου χτυπούσε ξανά, κρύος ιδρώτας με έλουσε από το φόβο. Δεν άντεχα πια, κουράστηκα, έστριψα σε ένα στενό, μπήκα σε μια σκοτεινή στοά και εκεί σωριάστηκα.

Είχε περάσει λίγη ώρα και δεν έβλεπα τις σκιές με τις μάσκες. Όμως ήταν σαν να τις μύριζα, σαν να είχα την αίσθησή τους, κάπου εκεί κοντά ήταν. Πρώτη φορά αισθάνθηκα τόσο καλά που φορούσα μάσκα. Ήταν το μόνο πράγμα που ένιωθα να με προστατεύει από αυτές με κάποιο τρόπο. Σαν να ήταν κάποιο διαχωριστικό, κάτι που μου εξασφάλιζε μια απόσταση.

Ο απέναντι τοίχος φωτίστηκε σαν να έπεσαν απάνω του προβολείς. Σήκωσα το κεφάλι όπως είχα κουλουριαστεί, έτριψα τα μάτια μου. Πάνω στον τοίχο εμφανίστηκε  ένας  παππούς που χάιδευε ένα παιδάκι στο κεφάλι. Το παιδάκι άρχισε να χαϊδεύει κι εκείνο τον παππού. Έμοιαζε σαν να είναι αυτό το δικό τους, προσωπικό χάδι. Κοιτάζονταν αργά, βαθιά στα μάτια.

Ύστερα το παιδάκι πήρε ένα βιβλίο κι άρχισε να γυρνά γρήγορα τις σελίδες. Μετά άρχισε να τρέχει και να παίζει με τον ίδιο ρυθμό. Ο παππούς το κοίταζε. Τότε το παιδί ξαναπήρε το βιβλίο, άρχισε να γυρνάει τις σελίδες αργά και να συλλαβίζει τα γράμματα μαζί με τον παππού. Έπειτα, τον πήρε από το χέρι και περπατούσαν σιγά σιγά. Έμαθε να τον περιμένει.

Δεν ξέρω γιατί εμφανίστηκε αυτή η εικόνα. Για να ηρεμήσω, να συνδεθώ με το χάδι, να γαντζωθώ από την αθωότητα; Για να κρατήσω αυτό που φοβόμουν ότι ήθελαν οι σκιές να μου πάρουν, στροβιλίζοντάς το σαν φύλλο στον άνεμο, ανάμεσα στο υπαρκτό και το ανύπαρκτο, εκεί στα σύνορα της αυταπάτης, στους γκρεμούς της αμφιβολίας, της προσποίησης, της πληγής, της κάθε είδους εγκατάλειψης και προδοσίας; Για να κρατήσω τη μνήμη της αγάπης;

Ανέβασα τη μάσκα μου όσο πιο πάνω μπορούσα, να μην μυρίζω, να μην αισθάνομαι αυτό που διέρρεε γύρω μου, το υποκατάστατο.

Είδα να έρχεται από το βάθος ένα τσούρμο σκιές με άσπρες μάσκες και στη μέση μια από αυτές άσπριζε ολόκληρη.

Στη φωτισμένη οθόνη του τοίχου απέναντι εμφανίστηκε ένα τσούρμο ειδικευόμενων που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες  κουβεντιάζοντας. Οι συγγενείς κι ανάμεσά τους το παιδάκι έτρεχαν ξοπίσω τους με απελπισία: «Γιατρέ, δεν τρώει, δεν πίνει νερό».

«Ε, είναι “ιδιαίτερη”» απάντησε κι έφυγε.

Το παιδί από την οθόνη γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε και είπε: «Και η “ιδιαίτερη” γιαγιά μου έφυγε λίγες μέρες μετά στο σπίτι που την έστειλαν».

Ύστερα συνεχίστηκε ο διάλογος μεταξύ τους:

–Να πάτε έξω να κάνετε αυτές τις εξετάσεις.

–Μα δεν μπορεί να περπατήσει σ’ αυτή την ηλικία, ταλαιπωρημένη,  με οξυγόνο, πώς να πάμε, αφού είμαστε εδώ που έχετε όλα τα μηχανήματα.

–Α, εδώ είναι το καρδιολογικό, δεν είναι το παθολογικό!

Το παιδί με κοίταξε ξανά μέσα από την οθόνη και με ρώτησε:  «Να βγει και να ξαναμπεί στο παθολογικό ή  να κρατήσουν την καρδιά της στο καρδιολογικό και να κατεβάσουν τα υπόλοιπα όργανα στο παθολογικό;».

«Δεν φεύγουμε αν δεν κάνετε τις εξετάσεις!» είπαν οι υπόλοιποι.

Το παιδί με κοιτούσε σιωπηλό και το πρόσωπό του ερχόταν πιο κοντά. Έμειναν μόνο τα μάτια του να καταλαμβάνουν όλη την οθόνη και είπε σκεπτικό: «Δεν ήταν τελικά καλή αυτή η συμφωνία. Έκαναν τις εξετάσεις. Δεν σήμαινε ότι θα τις δουν. Η “ιδιαίτερη” γιαγιά μου βγήκε από το νοσοκομείο σε χειρότερη κατάσταση, με εκκρεμή αποτελέσματα εξετάσεων που βγήκαν κάμποσο καιρό μετά τον θάνατό της».

Ξεχείλωσα τη μάσκα που έπιανε όλο μου το πρόσωπο.

Δεν έβλεπα πια τις σκιές. Άκουγα όμως να πλησιάζουν. Άκουγα κάτι πότε σαν σύρσιμο, πότε σαν ποδοβολητό. Άκουγα χτυπήματα, κραυγές, τον ψίθυρο του πόνου στο αφτί μου, σαν εξομολόγηση, χειρότερο κι από ουρλιαχτό. Στο τέλος, άκουγα για ώρα μόνο ένα σιγανό κλάμα να σβήνει, σταγόνα σταγόνα το δάκρυ, σαν ψιχάλα που έρχεται από μακριά.

Σκέφτηκα μάλλον ήταν αυτοί, οι κάθε είδους «ιδιαίτεροι» που έχουν πεθάνει με φυσικό θάνατο από τις αδιάφορες, κάθε είδους αφανείς σκιές. Ήταν κι  αυτοί, οι «ιδιαίτεροι» που ζουν σαν νεκροί, από τις κάθε είδους βάναυσες σκιές, οι οποίοι εξομολογούνταν τον πόνο τους στον παππού και στη γιαγιά.

Ο παππούς και η γιαγιά τους κοιτάνε βαθιά στα μάτια, τους χαϊδεύουν το κεφάλι, περιμένουν και ακούνε.

Ήταν όλοι αυτοί που οι σκιές της νύχτας πασχίζουν να τους κάνουν σκιές του κόσμου, σκιές της μέρας. Να μην τους βλέπει κανείς, κανείς να μην τους περιμένει, να μην τους ακούει, κανείς να μην τους χειροκροτεί, γιατί αυτοί δεν είναι ήρωες. Δεν είναι ήρωες της χρονιάς, είναι των χρόνων «ιδιαίτεροι».

Κάτι ανεπαίσθητο με άγγιξε στο κεφάλι, σαν παιδικό χάδι και μου κατέβασε τη μάσκα. Στην οθόνη είδα τη γη σε σχήμα…. καρδιάς. Ο παππούς, η γιαγιά και το παιδί έσπρωχναν ένα μεγάλο χρυσό τόπι προς το μέρος της. Το παιδί με χαιρετούσε κουνώντας ψηλά το ένα του χέρι κι έλεγε: «Θα τα καταφέρουμε! Μέχρι τότε να προσέχεις!».

Ένα χνούδι μου γαργάλησε το πόδι. Ο γάτος μου νιαούριζε σιγανά σαν ψιχάλα που έρχεται από μακριά, απειλητική, δυναμωμένη από την πείνα.

Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου καθώς ξημέρωνε, για να τον δω καλά. Τον τάισα,  φόρεσα τη μάσκα μου, την «ιδιαίτερη», αυτή για την πανδημία της σκιάς, που καλύπτει όλο το πρόσωπο με τις δύο τεράστιες τρύπες στα μάτια και βγήκα έξω με τον κωδικό 6 να σπρώξω κι εγώ τον ήλιο.