Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ολόκληρο το απόγευμα, η γειτονιά τον άκουγε να κλαίει. Άλλοτε με λυγμούς, άλλοτε με αναφιλητά. Έκανε κάποια διαλλείματα γεμάτα αναστεναγμούς και συνέχιζε την ίδια ιστορία. Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Περίεργο βέβαια αποκαλεί κάποιος και ένα βρέφος που ανοίγει με πονηριά τα αφημένα στην τύχη τους ντουλάπια της κουζίνας. Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ήταν ένας πιθανά επικίνδυνα περίεργος άνθρωπος. Άλλωστε, αν παρατηρούσαμε τα παπούτσια του, θα βλέπαμε ότι το ένα ήταν καφέ χρωματισμού και το άλλο μαύρο. Δεν ήταν καν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό. Επιπλέον το ένα είχε μια τρύπα μπροστά και στο άλλο υπήρχε ένα χάσμα στο πίσω μέρος, από όπου φαινόταν μια απεριποίητη, αποκρουστική φτέρνα. Τα ρούχα του ήταν αταίριαστα, λερωμένα και σκισμένα σε αρκετά σημεία. Τα πρόσωπό του καλυπτόταν από αχτένιστα μούσια, τα μαλλιά του ήταν ανάκατα, ενώ δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τη φράντζα από τις φύτρες. Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος, μονίμως σκυμμένος, λες και ντρεπόταν να αντικρύσει τον διάφανο ουρανό.

Τις τελευταίες ημέρες σύχναζε στη γειτονιά και είχε σαν αγαπημένη του συνήθεια να κοιτάζει πίσω από τα κάγκελα. Δεν απευθυνόταν σε κάποιον συγκεκριμένα και τα λόγια του ήταν πάντα μια μείξη ακαταλαβίστικων ρημάτων και ασύνδετων επιθέτων. Επομένως, κυρίως μιλούσε μόνος του. Ασυνεπής με τη γενικότερη αισθητική της περιοχής, ενοχλούσε ιδιαίτερα με το δύσοσμο άρωμά του. Ήταν ένας ακόμη ζητιάνος μέσα στους αμέτρητους δρόμους της πόλης και, από όσα περιγράφηκαν παραπάνω, αναμφισβήτητα θα ήταν τρελός. Η πλειοψηφία των κατοίκων επέλεγε να περπατάει στο αντίθετο από τον ίδιο πεζοδρόμιο και αν ήταν αναγκασμένοι να περάσουν από δίπλα του, έπαιρναν μια βαθιά ανάσα και επιτάχυναν το βήμα τους. Τις στιγμές που ο κάθε γονέας ήθελε να σφυρηλατήσει τον χαρακτήρα του παιδιού του, ήταν ένα χρήσιμο παράδειγμα προς αποφυγή. Ήταν ένα από τα κύρια θέματα στην επικοινωνία μεταξύ των μητέρων και μια αφορμή για να επιδείξει ο κάθε πατέρας τη δυναμική του χαρακτήρα του. Τα ίδια γεγονότα επαναλαμβάνονταν σε κάθε περιοχή που ο ζητιάνος επέλεγε να διαμείνει.

Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος, που έκανε πολλά λάθη στη ζωή του. Τα πλήρωσε και με το παραπάνω. Έχασε τη δουλειά του, τη σύζυγό του και πέρασαν τριάντα πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που είδε τα δύο παιδιά του. Πείνασε, δίψασε, πόνεσε, πληγώθηκε, απογοητεύτηκε, εγκαταλείφθηκε, μισήθηκε και κυρίως μίσησε τον εαυτό του. Τα βράδια που ξάπλωνε σε κάποιο παγκάκι ή σε κάποια εσοχή για να του κόβει τον αέρα, έκλεινε τα μάτια του και αφηνόταν στους φανταστικούς ήχους από τα γέλια του γιου και της κόρης του. Σε εκείνες τις στιγμές, αν περνούσε κάποιος από κοντά του, θα έβλεπε στο γέρικό του πρόσωπο να διαγράφεται ένα ειλικρινές και ανέφελο χαμόγελο.

Όσο ήταν ξύπνιος, δεν υπήρχε τίποτα που τον έκανε περισσότερο ευτυχισμένο από το να βλέπει παιδιά στα σχολεία. Παιδιά που έτρεχαν στις αυλές, που ψιθύριζαν σε φιλικές παρέες, που έτρεχαν πίσω από μία μπάλα ή πετούσαν με βιαστικές κινήσεις στους διάφορους κάδους το φαγητό από το σπίτι τους. Κάθε γέλιο, κάθε φωνή και κάθε μορφασμός τού έφερνε μια όμορφη ανάμνηση από τα δικά του παιδιά. Αυτές οι στιγμές τον κρατούσαν ζωντανό, γι’ αυτό και συνδύαζε τους δρόμους στους οποίους κοιμόταν με την παρουσία ενός σχολείου κάπου κοντά. Εκεί, πίσω από τα κάγκελα, περνούσε αμέτρητες ώρες και ημέρες, μέχρι που κάποιος κάτοικος θα τον έδιωχνε με τις κλωτσιές. Ο καθένας είχε τα προβλήματά του και δεν μπορούσε να αποδεχτεί εύκολα έναν ξεμωραμένο γέρο, ο οποίος με την παρουσία του τρομοκρατούσε κάθε λογικά προβληματισμένο ενήλικα. Τότε, έπαιρνε στους ώμους του τη μαύρη πλαστική τσάντα του και έβρισκε καταφύγιο σε κάποιο επόμενο δρόμο. Έτσι πέρασαν τα χρόνια και έτσι έσερνε το ταλαιπωρημένο του σαρκίο, ανάμεσα στην αβάσταχτη δυσκολία της πραγματικής ζωής και σε μια κατασκευασμένη παρηγορητική ουτοπία.

Ολόκληρο το απόγευμα εκείνης της ημέρας, η γειτονιά τον άκουγε. Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Όσο για το κλάμα του, υπήρχε μια πολύ απλή εξήγηση. Για ακόμη μια φορά τον τελευταίο χρόνο, τα σχολεία θα έκλειναν. Ο εικόνες και οι ήχοι θα στράγγιζαν μέσα σε μια αμφισβητούμενη αναγκαιότητα και ο ίδιος —ποιος ξέρει για πόσο— θα έμενε δίχως αναμνήσεις. Πιθανά και χωρίς νόημα να ζει.