Κείμενο: Αλεξάνδρα Δεδικούση
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Τίνα Δημοπούλου Μιχαλοπούλου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας


Ψυχή με κρυοπαγήματα. Και σώμα παγωτό κασάτο. Αλλού το χέρι, αλλού το πόδι, κομμάτια μπερδεμένα και πεταμένα στο πάτωμα σαν να έπαιξε το μωρό μαζί τους και να τα παράτησε.Επαφή καμία. Άνθρωποι κρυμμένοι, σκεπτικοί, Άνθρωποι θυμωμένοι και φοβισμένοι, Άνθρωποι μόνοι. Με μάσκες στα μάτια, δε βλέπουν καθαρά, με μάσκες στα αυτιά δεν ακούν πλέον. Αποστάσεις τεράστιες και χάδια κομμένα, απαγορευμένα.Οι αγκαλιές γίναν επικίνδυνες και στόχος είναι, πλέον, η αναφορά. Αναφέρω που πάω και γιατί, αναφέρω αν νοσώ, αναφέρω πόσα πληρώνομαι.

Αυτοαναφορά πουθενά, καμία νύξη για συναίσθημα, για ταυτότητα, για ανάγκη.

Στικ διάγνωσης, χωμένα βαθιά μέσα στη μύτη και το στόμα σου, χωμένα βαθιά μέσα στο σώμα σου, την ώρα που κοιλοπονάς και προσπαθείς να σπρώξεις το παιδί αυτό εκτός σου. Χρόνος διαστρεβλωμένος, χρόνια χαμένα, ζωή σε παύση. Λίγος ήλιος, λίγος αέρας, λίγη προοπτική, να αναπνεύσω, να ακούσω, να δω. Δεν ήξερα ότι θα είναι έτσι και αν το ήξερα δεν θα το πίστευα. Τους εφιάλτες δύσκολα τους πιστεύεις για αληθινούς. Το καλοκαίρι, να έρθει η άνοιξη και το καλοκαίρι, να ζεστάνει λίγο η καρδιά μου και το σώμα μου. Να κολλήσω τα κομμάτια μου, να σε αγκαλιάσω ξανά, να κοιτάξω τα δόντια σου να γυαλίζουν στο φως, να σε μυρίσω χωρίς να φοβάμαι. Να τρέξει το πένθος αυτό μέσα από τα μάτια μου, να αιμορραγήσω τη μοναξιά μου, να χτενίσω τα αγκάθια μου με αγκαλιές.

Και οι μάσκες και ο πόνος να γίνουν πανιά σε καράβια, να γίνουν φτερά σε πουλιά και σεντόνια λευκά στα μπαλκόνια κρεμασμένα.