Κείμενο: Λιβά Φωτεινή
Ψυχολόγος-Ειδικευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Ξανθοπούλου Χαρούλα
Φιλόλογος


Η διατήρηση της αυτοεκτίμησης είναι μία από τις πρωταρχικές ανησυχίες κάποιων ατόμων. Όταν πρόκειται να εξεταστούν, να εμπλακούν σ’ ένα έργο ή θεωρούν ότι θα αξιολογηθούν σε κάτι που σχετίζεται με τις ικανότητές τους, η πιθανότητα αποτυχίας φαντάζει απειλητική.

«Αν δώσω εξετάσεις κι αποτύχω, τι θα σήμαινε αυτό για μένα και τις ικανότητές μου»;

«Αν δεν τα βγάλω πέρα στη δουλειά που μου ανατέθηκε τι θα πιστέψουν για μένα»;

Τέτοια μικρά καθημερινά ερωτήματα περνάνε από το μυαλό κάποιων ανθρώπων, χωρίς συχνά να τα αντιλαμβάνονται. Στην περίπτωση που ένας π.χ. φοιτητής μελετήσει σκληρά και αποτύχει, ποιος θα πιστέψει ότι αυτό οφείλεται στην κακή του τύχη; Αν οι υπόλοιποι γύρω του τα πάνε καλύτερα, δεν μπορεί να προσάψει την κακή του απόδοση στη δυσκολία του θέματος. Σίγουρα, το να συμπεράνει ότι δεν έχει δυνατότητες δεν είναι κάτι που θα το ήθελε. Μια επιλογή είναι να αποδοθούν αιτίες σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα, που μπορεί να εναλλάσσεται κάθε φορά, π.χ. «Δεν προσπάθησα αρκετά», «Εχθές ξενυχτήσαμε και είμαι πολύ κουρασμένος» (Leahy, 2001).

Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να οδηγήσει πολλά άτομα σε στρατηγικές αυτοϋπονόμευσης. Τι είναι η αυτοϋπονόμευση ή, αλλιώς, αυτοπαρεμπόδιση (self-handicapping); Ο όρος αυτός αναφέρεται σε συμπεριφορές ή απλές λεκτικές δηλώσεις που κάνει το άτομο πριν από μία επίδοσή του. Βάζει δηλαδή κάποια εμπόδια στον εαυτό του (π.χ. χρήση ουσιών, συγκρούσεις, αναβλητικότητα, αναφορές σε θέματα υγείας, εξαρτητικότητα, αποξένωση κ.α.) πριν ξεκινήσει να επιδίδεται σε κάποιο έργο προκειμένου να μην υπάρξει η υπόνοια ότι η αποτυχία ίσως και να οφείλεται στις περιορισμένες του δυνατότητες – ειδικά αν το έργο είναι στενά συνδεδεμένο με τον εαυτό και τις προσωπικές του δεξιότητες. Τέτοιες συμπεριφορές τον βοηθούν να μεγιστοποιήσει την πιθανότητα πως, σε περίπτωση αποτυχίας, η αιτία θα είναι εξωτερική (αφορά κάτι έξω από το άτομο) αλλά, αν υπάρξει επιτυχία, αυτή θα είναι εσωτερική (αφορά το ίδιο το άτομο). Με άλλα λόγια, τα άτομα που οδηγούνται στην αυτοϋπονόμευση, στην  ουσία καταβάλλουν μία προσπάθεια πριν το εκάστοτε έργο για να μετατοπίσουν την αιτία μιας πιθανής αποτυχίας τους, μακριά από τις ικανότητές τους. Έτσι, σε περίπτωση μη επιτυχούς ολοκλήρωσης ενός καθήκοντος έχουν έτοιμη τη δικαιολογία (Török & Szabó, 2018, Leahy, 2001).

Ένα παράδειγμα, είναι ένας αθλητής ο οποίος μία νύχτα πριν τον αγώνα αναφέρει ξαφνικά πως έχει κάποιο πόνο στο χέρι. Σε περίπτωση που χάσει στον αγώνα μπορεί εύκολα να καταφύγει στο ότι είχε αυτό το θέμα υγείας και ήταν λογικό να μην αποδώσει στο μέγιστο βαθμό (εξωτερική απόδοση). Σε περίπτωση επιτυχίας, η αίσθηση ικανοποίησης ή επίτευξης θα είναι ακόμη πιο έντονη καθώς θα υπάρχει η πεποίθηση  ότι ‘’παρόλο που πονούσα, ήμουν τόσο καλός που ξεπέρασα τη δυσκολία και κέρδισα’’(εσωτερική απόδοση).

Να σημειώσουμε εδώ πως αυτή η στρατηγική δεν είναι πάντα στον έλεγχο του ανθρώπου ούτε τη χρησιμοποιεί σκόπιμα. Πολλές φορές το άγχος και η ισχυρή θέληση  να διατηρηθεί η θετική αυτοεικόνα οδηγούν τα άτομα σε μία κατάσταση αυτοπροστασίας με το να δημιουργήσουν μια σύγχυση μεταξύ πραγματικών ικανοτήτων και επίδοσης ώστε να συνεχίσουν να βλέπουν οι ίδιοι και οι άλλοι τον εαυτό τους ως άξιο (Hobken & Pliner, 1995, Török & Szabó, 2018).

Ας δούμε λοιπόν, τι σχέση θα μπορούσε να έχει η τελειοθηρία με την παραπάνω στρατηγική; Εν συντομία, με τον όρο τελειομανία εννοούνται οι μη ρεαλιστικές και μη δικαιολογημένες υψηλές προσδοκίες που έχει κάποιος από τον εαυτό του ή τους άλλους, καθώς και η μη ανοχή των λαθών. Συχνά δε, τα άτομα με τελειοθηρικά χαρακτηριστικά παρατηρείται να μη βιώνουν καμία ικανοποίηση από κάποιο επίτευμα σε σχέση με άτομα που χαρακτηρίζονται από μία πιο υγιή μορφή τελειοθηρίας. Τα άτομα αυτά για να λάβουν την αποδοχή των άλλων και να διατηρήσουν μια αίσθηση προσωπικής επάρκειας τείνουν να υιοθετούν τελειοθηρικές συμπεριφορές ώστε να είναι τέλεια ή έστω να τα βλέπουν οι άλλοι ως τέλεια. Στον ερευνητικό χώρο, έχει μελετηθεί αρκετά η συσχέτιση τελειομανίας και αυτοπαρεμπόδισης, αναφέροντας πως διαστρεβλωμένες γνωσίες της πρώτης μπορεί να αυξήσουν τη δεύτερη (Kearns, Forbes, Gardiner & Marshhall, 2008).

Όσο πιο τελειοθηρικά δηλαδή είναι τα άτομα, τόσο πιο υψηλά κριτήρια έχουν. Όσο πιο υψηλά κριτήρια έχουν τόσο πιο υψηλό επερχόμενο άγχος και φόβο αποτυχίας νοιώθουν. Εφόσον δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα κριτήρια που θέτουν, για να προστατέψουν την αυτοεκτίμησή τους δημιουργούν οι ίδιοι εμπόδια στην επίδοσή τους ώστε να αποδώσουν την αποτυχία σε κάποιο από αυτά ούτως ώστε να μην αμφισβητηθούν οι τέλειες ικανότητές τους οι οποίες συνδέονται με την αυτοαξία τους (‎Karner, 2014).

Οι Mushquash και Sherry (2012) περιέγραψαν σε έρευνά τους τον κύκλο της τελειοθηρίας σε σχέση με συμπεριφορές αυτοϋπονόμευσης. Τα άτομα με τελειοθηρικές τάσεις αντιλαμβάνονται τους άλλους ως ανικανοποίητους και απογοητευμένους μαζί τους. Αυτό τους αναστατώνει περισσότερο καθώς βλέπουν ότι δεν πληρούν τις τέλειες προσδοκίες των άλλων. Για να λάβουν αποδοχή προσποιούνται με διάφορους τρόπους ότι είναι τέλειοι. Αυτή η ασυνέπεια μεταξύ πραγματικότητας και συμπεριφοράς τους πυροδοτεί το καταθλιπτικό συναίσθημα. Η αίσθηση αυτής της ασυνέπειας τους αποσυνδέει από τους υπόλοιπους ακόμη περισσότερο δυσκολέυοντας έτσι για μία ακόμη φορά την εκπλήρωση των στόχων τους, την οποία  δικαιολογούν εκ νέου με πιο έντονες στρατηγικές αυτο-ήττας.

Οι διαστάσεις αυτές δεν είναι πάντοτε εμφανείς όπως είναι τα έργα επίδοσης. Πολλές φορές αφορούν διαστάσεις της σκέψης μας λιγότερο ευδιάκριτες. Ο Leahy (2001) αναφέρει την περίπτωση θεραπευομένης που αντιστεκόταν σθεναρά να εγκαταλείψει την απαίτησή της για έναν τέλειο σύντροφο. Αυτό που αναδύθηκε στη θεραπεία της ήταν μία πεποίθηση που διατηρούσε την αυτοεκτίμησή της με τον εξής τρόπο: «Αν εγκαταλείψω τα κριτήριά μου, τότε θα είμαι σαν τους άλλους. Αν και δεν έχω τον τέλειο σύντροφο, κρατώ ακόμη τα κριτήριά μου». Το αποτέλεσμα ήταν να δυσκολεύεται πάρα πολύ στις ερωτικές σχέσεις. Μόλις εγκατέλειψε με την διαδικασία της θεραπείας το ιδανικό εγώ της μέσα από τον τέλειο σύντροφο και την τέλεια καριέρα, άρχισε να βλέπει βελτίωση στη ζωή και την κατάθλιψή της. Ερευνητικά έχει δειχθεί πως τα χαρακτηριστικά της τελειομανίας και της αυτοπαρεμπόδισης ανταποκρίνονται καλά στη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία η οποία στοχεύει στο σύστημα των συγκεκριμένων πεποιθήσεων που φαίνεται να δυσκολέυουν το άτομο ή τις ανηχυχίες για την πιθανότητα λαθών (Kearns, Forbes & Gardiner, 2007, Hosseinian &  Niknam, 2010,  Handley, Egan, Kane & Rees, 2015).

Συνοψίζοντας, καλό είναι να έχουμε υπόψιν ότι η αυτοϋπονόμευση αποτελεί μια συναισθηματική προσαρμογή του ατόμου όταν αισθάνεται ότι απειλείται η αυτοεικόνα του και δεν χρησιμοποιείται από όλους. Το άτομο που λειτουργεί έτσι δεν έχει κάποια κακή πρόθεση και δεν είναι λειτουργικό να το αντιμετωπίζουμε λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα ή ότι συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σκόπιμα. Μην ξεχνάμε ότι πάντα πριν από ένα έργο μπορούν να υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες που θα εμποδίσουν τον κάθε άνθρωπο και στόχος μας είναι να τον στηρίζουμε και να τον ακούμε. Τέλος, μέσω της ψυχοθεραπείας (εφόσον το άτομο την επιλέξει) δεν προβλέπεται να απαρνηθεί τυχόν υψηλά κριτήρια, αλλά να τα διαπραγματεύεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην λειτουργούν ανασταλτικά στη ζωή του, να εντοπίσει πού τον δυσκολεύουν και να βρει μόνος του ή με τη βοήθεια της θεραπείας εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης των καταστάσεων διατηρώντας τα κριτήρια που επιθυμεί, με μεγαλύτερη όμως ευελιξία.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Handley, A. K., Egan, S. J., Kane, R. T., & Rees, C. S. (2015). A randomised controlled trial of group cognitive behavioural therapy for perfectionism. Behaviour Research and Therapy, 68, 37–47. https://doi.org/10.1016/j.brat.2015.02.006

Hill, A. P., Hall, H. K., & Appleton, P. R. (2011). The relationship between multidimensional perfectionism and contingencies of self-worth. Personality and Individual Differences, 50(2), 238–242. https://doi.org/10.1016/j.paid.2010.09.036

Hobden, K., & Pliner, P. (1995). Self-handicapping and dimensions of perfectionism: Self-presentation vs self-protection. Journal of Research in Personality, 29(4), 461–474. https://doi.org/10.1006/jrpe.1995.1027

Hosseinian S., Niknam M. (2010). The effect of cognitive behavioral training intervention on self handicapping and self efficacy in athlete women. Motor Behavior (Research On Sport Science) 2(7), 63-78

Karner A. (2014). Perfectionism and self-handicapping in adult education. Procedia – Social and Behavioral Sciences 142, 434 – 438

Kearns, H., Forbes, A., & Gardiner, M. (2007). A cognitive behavioural coaching intervention for the treatment of perfectionism and self-handicapping in a nonclinical population. Behaviour Change, 24(3), 157–172. https://doi.org/10.1375/bech.24.3.157

Kearns, H., Forbes, A., Gardiner, M. & Marshhall, K. (2008). When a High Distinction isn’t Good Enough: A Review of Perfectionism and Self-Handicapping. Australian Educational Researcher 35(3)

Leahy, R.L (2001). Η αυτοπαρεμπόδιση. Μτφρ. Ε. Χαϊντς. Χιονίδου (Επιμ.), Αντιμετωπίζοντας την αντίσταση στη γνωστική θεραπεία (σελ. 299-318). Θεσσαλονίκη, University Studio Press

Martin, A. J., Marsh, H. W., & Debus, R. L. (2001). Self-handicapping and defensive pessimism: Exploring a model of predictors and outcomes from a self-protection perspective. Journal of Educational Psychology, 93(1), 87–102. https://doi.org/10.1037/0022-0663.93.1.87

Mushquash, A. R., & Sherry, S. B. (2012). Understanding the socially prescribed perfectionist’s cycle of self-defeat: A 7-day, 14-occasion daily diary study. Journal of Research in Personality, 46(6), 700–709. https://doi.org/10.1016/j.jrp.2012.08.006

Török, L., & Szabó, Z. P. (2018). The theory of self-handicapping: Forms, influencing factors and measurement. Československá Psychologie: Časopis Pro Psychologickou Teorii a Praxi, 62(2), 173–188

Hosseinian S., Niknam M. (2010). The effect of cognitive behavioral training intervention on self handicapping and self efficacy in athlete women. Motor Behavior (Research On Sport Science) 2(7), 63-78