Κείμενο: Γεώργιος Φραγκάκης
Ψυχολόγος/Ψυχοθεραπευτής – Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
«Πώς να αφοσιωθείς στον εαυτό σου όταν αγαπάς κάποιον άλλο; Πώς να βρεις αρκετή αγάπη και για τους δύο; Λένε ότι πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου για να σε αγαπήσουν οι άλλοι. Τι γίνεται όμως στην αντίθετη περίπτωση; Τι γίνεται αν πριν από σένα αγάπησες άλλον; Τι μπορείς να κάνεις όταν η αγάπη για σένα τον ίδιο, εξαρτάται από την αγάπη άλλου; Και αν τελειώσει αυτή η αγάπη;»
Ο Γιάννης Ε. Μαντούσης σκέφτεται και λειτουργεί μέσα από κώδικες καθαρά ποιητικούς. Υποψιάζομαι πως είναι ο προσωπικός του αγώνας που τον ώθησε να διηγηθεί μια ιστορία με ήρωες της διπλανής πόρτας και να μιλήσει καθαρά, ωμά και ανοιχτά για βιώματα που σφραγίζουν τους ανθρώπους και —αργά ή γρήγορα— τους κατευθύνουν σε μονοπάτια εσωτερικότητας και βάθους.
«Ο έρωτας μπορεί να μετατραπεί ενίοτε, σε αυτοκαταστροφική απέχθεια», «Τίποτα δεν μπορεί να με βλάψει ή να με κάνει να νιώσω άσχημα. Πώς να βλάψεις έναν νεκρό;». Στο έργο Ο φύλακας δαίμονάς μου, ο συγγραφέας σκιαγραφεί την πονεμένη καρδιά ενός λαβωμένου άνδρα —γνώριμου σε μένα— ανασφαλή, γεμάτου μισοσβησμένα συναισθήματα, αυτοακύρωση και γκρεμισμένες προσδοκίες. Το ποιος είναι ο αφηγητής, ως πρόσωπο, το απαντάμε μονάχα μέσα από την παράλληλη εστίαση προς τις προσωπικές μας καταγραφές, καθώς είναι ουσιαστικά απρόσωπος, ώστε να υποστασιοποιηθούν όλα τα πρόσωπα του έργου που, εν τέλει, αποτελούν κομμάτια του εαυτού μας. Έτσι, εύκολα μπόρεσα με τη σειρά μου να τον φανταστώ σαν alter ego του Φίλιππου, πρωταγωνιστή του προσωπικού μου έργου Φ (εκδ. Σμίλη) μια και οι κοινές τους πορείες αποτέλεσαν μυστικό πέρασμα ώστε να αφουγκραστώ βαθύτερα τόσο το έργο του συγγραφέα όσο και τους άθλους του πρωταγωνιστή του.
«Ο αγώνας για επιβίωση έχει υπερισχύσει του οράματος για τη ζωή». Θα έλεγε κανείς πως κατέχει τον συγγραφέα το δαιμόνιο της εξερεύνησης, της διεύρυνσης και της πραγμάτωσης. Σαν, μέσα από το έργο του, να εκπληρώνει μια αποστολή παρόμοια με εκείνη των μεσαιωνικών τροβαδούρων, καθώς του είναι εύκολο να μπερδεύει το παρελθόν με το παρόν. Όλοι του οι αναστοχασμοί αποτελούν μια γενναιόδωρη κίνηση προς τους αναγνώστες, καθώς εκτοξεύουν σπόρους από τους οποίους κάποιοι ενδεχομένως να γονιμοποιηθούν στο συνειδητό του αναγνώστη κι άλλοι να παρακινήσουν διαδικασίες στο ασυνείδητό του. Η εσωτερική πορεία του ήρωα εμπνέει σταθερά την αναζήτηση του καθένα μας προς το σωστό έδαφος, ώστε κάθε σπόρος —εντός και εκτός του βιβλίου— να βρει τον κατάλληλο χώρο και τις ποιότητες να αναπτυχθεί είτε σε ευωδιαστά άνθη είτε σε γερά δέντρα, δηλαδή να ενισχύσει την ορατότητα των αισθημάτων και να προωθήσει τη διορατικότητα, να θρέψει ελπίδες και να εμπλουτίσει τη ζωή. Συνταξιδεύοντας για μέρες ή εβδομάδες με τον πρωταγωνιστή του έργου, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι, παρά τις μεγάλες αποστάσεις που τους χωρίζουν, απογυμνωμένοι από τις επιφανειακές διαφορές, μοιράζονται κοινούς αγώνες, κοινές πεποιθήσεις, κοινές χαρές και κοινές συμφορές.
«Περιθωριοποιημένος από τον έρωτα, τα όνειρα και την αγορά εργασίας. Ένας συνδυασμός αρκετά επώδυνος και βολικός ώστε όροι όπως αυτοεκτίμηση και αξιοπρέπεια, να χάσουν κάθε υπόσταση, κάθε λόγο ύπαρξης. Άγγιζα τον πάτο της θαλάσσης με τα πέλματά μου και όταν ατένιζα ψηλά, η επιφάνεια ήταν πολύ μακριά, ώστε οποιαδήποτε αχτίδα φωτός να είναι ορατή». Κατά τη γνώμη μου, η ανάγνωση αυτού του έργου αποτελεί μια ευαίσθητη διαδικασία, καθώς εύκολα εμπνέει τον αναγνώστη να βυθιστεί μέσα του παράλληλα με τον πρωταγωνιστή και να συναποτελέσουν αδιαχώριστη ενότητα. Διαβάζοντας τις σελίδες του, επιβεβαιώνομαι πως ο συγγραφέας δεν αφηγείται με τις σκέψεις του αλλά με το στόμα του, με τα μάτια του, με τα χέρια του, με την καρδιά του. Έτσι, καλό θα ήταν να εξασφαλίζεται ένα αίσθημα ασφάλειας από κάθε παρεμβολή και διάσπαση, ώστε ο κάθε αναγνώστης να έχει την ευκαιρία να αφεθεί στην ενδοσκοπική διάθεση του πρωταγωνιστή και με μεγαλύτερη ευκολία να ανασύρει τις προσωπικές του εικόνες και καταγραφές που επιβιώνουν μέσα του.
«Αν δεν μπορείς να αντέξεις τον μεγάλο πόνο, τότε μην απαιτείς τη μεγάλη χαρά. Θα έπρεπε να το είχες καταλάβει ήδη». Εν τέλει, η κληρονομιά του βιβλίου είναι η ουσία του προσωπικού αγώνα. Τονίζει την πείνα απέναντι στην έλλειψη και την απόρριψη και ενθαρρύνει την προσπάθεια του αδύναμου να ορθωθεί εμπρός στις συμφορές της ζωής. Υπογραμμίζει τον εσωτερικό πλούτο όλης αυτής της αγωνιώδους αναζήτησης ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί την αξία της αλληλοβοήθειας, της επιμονής, της εμπιστοσύνης μέσα από την αινιγματική σχέση του πρωταγωνιστή με τον Δαίμονα. Τέλος, ενισχύει την αυτοπεποίθηση και τον αυτοσεβασμό, προσφέροντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να οραματιστεί το προσωπικό του ταξίδι και να αναλογιστεί την ατομική του υπαρξιακή αφήγηση, η οποία θα τον στηρίξει στην προσπάθειά του προς την υπέρβαση της στασιμότητας. Αν θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, ανάλογες ποιότητες χρειάζεται και η γνωριμία με τον εαυτό μας καθώς και η γνωριμία μας με τον Άλλο. Θέλει τόλμη και θάρρος να «αδειάσεις και να ξαναγεμίσεις το εσωτερικό σου πηγάδι». Έτσι, κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ένα τελευταίο απόσπασμα από το έργου του Γιάννη Μαντούση, το οποίο καθρεφτίζει υπέροχα την αίσθηση που επιδιώκω να μοιραστώ μαζί σας κι εύχομαι από καρδιάς ο καθένας σας με αυτό που είναι, με αυτό που προσφέρει, με αυτό που παλεύει, με αυτό που ζητά να πάρει, με αυτό που λαχταρά, με αυτό που εν τέλει κατάφερε να αποκτήσει και να το κάνει δικό του, να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητά του ώστε να απολαύσει μια ζωή πλούσια και ιδιαίτερη, όπως ακριβώς είναι η φύση όλων μας: «“Υπάρχει πιο κορυφαία στιγμή στην ανθρώπινη σταδιοδρομία από τη στιγμή που δύο έρωτες εξομολογούνται, εκφράζονται και τελικά συγχέονται για να δημιουργήσουν έναν καινούριο; Ταυτίζεται ο έρωτας περισσότερο με κάποια άλλη έννοια, πέρα από τη συλλογική δημιουργία δύο ανθρώπων;” αναρωτιέμαι καθώς κοιτάζω τον έναστρο ουρανό».