Κείμενο: Aντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Οι τρεις άντρες κάθονταν σκυθρωποί γύρω από το τραπέζι του σαλονιού. Ρουστίκ, οβάλ και πολυτελές, ταιριαστό με το υπόλοιπο αρχοντικό ύφος του σπιτιού. Οι καρέκλες μονάχα ήταν άβολες και ιδιαίτερα στενές. Για να ισορροπείς, έπρεπε να κάθεσαι σαν να είχες καταπιεί στύλο της ηλεκτροδότησης. Ο ένας έξυνε το τριχωτό της κεφαλής του, ο άλλος το άτριχο του μετώπου του και ο τρίτος κοιτούσε τους δύο πρώτους να ξύνονται. Αποφάσισε να ξυθεί και εκείνος, γιατί η καρέκλα είχε αρχίσει να τον πιέζει έντονα στον πισινό, όταν ο πρώτος τοποθέτησε και τα δύο χέρια του πάνω στο τραπέζι και πήρε ένα σοβαρό ύφος με το οποίο και ο ίδιος θα γελούσε αν το έβλεπε σε καθρέπτη.

«Μέσα στον φάκελο έχω το διάγγελμα. Νιώθω σιγουριά για αυτά που θα πω. Νομίζω ότι χειριστήκαμε όσο καλύτερα γινόταν την όλη υπόθεση», είπε αποφασιστικά και έγειρε την πλάτη του προς τα πίσω για να ξεπιαστεί.

Οι δύο άντρες έβγαλαν ταυτόχρονα αναστεναγμούς ανακούφισης. Ο δεύτερος σταμάτησε να ξύνεται και ο τρίτος αποφάσισε να μην ξυθεί.

«Έτσι νομίζω και εγώ πρόεδρε», είπε ο δεύτερος άντρας και συνέχισε να μιλάει, ενώ η κοιλιά του από τη χαλάρωση ακουμπούσε πλέον στο τραπέζι.
«Ο άνεμος ήταν δυνατός, στρατηγός όπως τον αποκαλούσαν και παλαιότερα. Όσο μπορούσαν τα εναέρια μέσα βοήθησαν, μα τη φύση δεν μπορείς να την κερδίζεις πάντα. Το βασικό είναι ότι δεν υπήρχαν θύματα».

«Δεν το συζητώ. Τα θύματα θα μας έφερναν σε δύσκολη θέση. Σε αυτή τη χώρα οι νεκροί αλλάζουν κυβερνήσεις», είπε ο τρίτος άντρας, χαρούμενος και εκείνος που απομακρύνθηκαν όλες οι ευθύνες από πάνω του.

«Έτσι είναι. Εγώ είμαι ικανοποιημένος και από τους δυο σας. Μην ακούτε τον Τύπο που ζητάει παραιτήσεις. Παραιτούνται όσοι φταίνε. Όσα λεπτά πέρασαν μέχρι να αρχίσουμε, σκεφτόμουν τα λάθη μας και, μα το Θεό βρε παιδιά, δε βρήκα. Άλλωστε, για κάθε αβλεψία μού δώσατε εξηγήσεις».

«Ναι πρόεδρε. Σε κανέναν δεν αρέσει που καταστράφηκαν τα δάση…».

Ο τρίτος άντρας διέκοψε την πρόταση κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα, αλλά βλέποντας τους άλλους δύο σοβαρούς, ξερόβηξε και συνέχισε να παρατηρεί τον δεύτερο με μεγαλύτερη προσοχή.

«Αλλά υπήρχαν πολλά μέτωπα και τα μέσα κατάσβεσης δεν έφταναν. Έπρεπε να παρθούν αποφάσεις και να καθοριστούν προτεραιότητες».

«Οι οποίες πάρθηκαν».

«Ναι, φυσικά», είπε ο δεύτερος άντρας

«Και καθορίστηκαν».

«Αυτό έλειπε», απάντησε με σιγουριά ο τρίτος άντρας.

«Ε, τότε δεν έχουν κάτι να μας προσάψουν», είπε ο πρώτος άντρας και αφέθηκε στην πλάτη της καρέκλας, κυρίως ανακουφισμένος και ελάχιστα ανήσυχος. «Και αν μας ρωτήσουν γιατί δεν υπήρχαν περισσότεροι πυροσβέστες, τι θα πούμε;», είπε ισιώνοντας και πάλι την πλάτη του.

«Θα πούμε ότι θα γίνουν προσλήψεις άμεσα. Θα προσθέσουμε ότι τα προβλήματα οφείλονταν στην προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία δημιούργησε λειψανδρία με το σχέδιο νόμου περί πυρόσβεσης, το οποίο αντικαθιστούσε το δικό μας σχέδιο νόμου περί πυροπροστασίας», είπε ο δεύτερος άντρας θριαμβευτικά.

«Μα αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ο πρώτος άντρας γεμάτος απορία.

«Πρόεδρε, εδώ αποφασίζουμε τι θα πούμε, όχι τι είναι αλήθεια», πήρε τον λόγο ο τρίτος άντρας.

Σαν να είχαν προβάρει κάποιο χορευτικό, και οι τρεις σηκώθηκαν συντονισμένα και άρχισαν να ανταλλάσσουν ανεξέλεγκτα χειραψίες, σε σημείο που ο καθένας τους χαιρέτησε τρεις με τέσσερις φορές τους άλλους. Στα πρόσωπά τους ήταν έκδηλα χαραγμένες η ικανοποίηση, η αυταρέσκεια και ένα αίσθημα επάρκειας. Ο δεύτερος και ο τρίτος άντρας ήταν έτοιμοι να φύγουν από το δωμάτιο, όταν ξαφνικά άνοιξε η συρόμενη πόρτα του σαλονιού και μπήκε στο δωμάτιο η μικρότερη κόρη του πρώτου άντρα.

«Χλόη, τι θέλεις εδώ αγάπη μου;»

«Η κυρία Έλλη μάς έβαλε να ζωγραφίσουμε για ένα δάσος και ήρθα να στο δείξω», είπε το μικρό κορίτσι την ώρα που προσπερνούσε με χαρά και ανυπομονησία τους δύο άντρες. Σταμάτησε μπροστά στον πατέρα της και του έδειξε το χαρτί.

Πάνω στο άσπρο φόντο υπήρχαν κορμοί από δέντρα, κλαδιά και πεσμένα φύλλα. Μαύροι κορμοί, μαύρα κλαδιά και μαύρα πεσμένα φύλλα. Δίπλα στο μεγαλύτερο δέντρο βρισκόταν ένα ξαπλωμένο ζώο —το περίγραμμά του έμοιαζε με άλογο— μαύρο και αυτό, από άκρη σε άκρη.

Ο πρώτος άντρας πήρε τη ζωγραφιά και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο.

«Μπαμπά σου άρεσε;» ρώτησε με αγωνία η κόρη του.

«Παιδιά», είπε ο δεύτερος άντρας, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

«Παιδιά», είπε ο τρίτος άντρας, μασώντας μία πέτσα από τον αντίχειρά του.

Ο πρώτος άντρας κοίταξε μακριά στον ορίζοντα. Εκεί που τα όρια του βουνού έσμιγαν με τα όρια του ουρανού, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν ένας γκρι ενιαίος χρωματισμός από τις καμένες περιοχές. Έστριψε το σώμα του και άρχισε να περπατάει προς το τραπέζι. Άνοιξε τον φάκελο, έβγαλε από μέσα τις τρεις γραμμένες κόλλες χαρτί και τις έσκισε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των δύο αντρών. Στη θέση του διαγγέλματος τοποθέτησε τη ζωγραφιά της κόρης του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Πριν βγει από το δωμάτιο, γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

«Σε ευχαριστώ Χλόη».


Υ.Γ. Το τέλος της ιστορίας είναι ένας φόρος τιμής σε ένα λογοτεχνικό είδος που δεν αγαπώ ιδιαίτερα, αυτό της επιστημονικής φαντασίας.