Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου τους δρόμους της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν λίγο πιο στενοί και με περισσότερη υγρασία από ό,τι τους θυμόμουν. Χόχλαζε η στέρεη άσφαλτος, λες και την τοποθετούσαν εκείνη τη στιγμή, μα στην επιφάνειά της ήταν ξεκάθαρα τα ίχνη της παλαιότητάς της. Από τα πεζοδρόμια έλειπαν οι ψευδοπιπεριές με τις οποίες συχνά παίζαμε, μαζεύοντας τους μικρούς στρόγγυλους καρπούς και μετατρέποντάς τους σε αβλαβείς σφαίρες. Στη θέση τους είχαν απομείνει μακάβριες τρύπες στο έδαφος. Λες και κάποιος βίαια αποκόλλησε δόντια από υγιή ούλα και άφησε στις θέσεις τους ελκώδεις και κακοφορμισμένες πληγές.

Είδα τη σκιά μου να βαδίζει, και έτσι όπως την παρατηρούσα από πίσω, μου φάνηκε πιο κυρτωμένη από ό,τι συνήθως. Τα βήματά μου αχώλευτα, προσδιόριζαν μια κατάσταση την οποία όμως αισθανόμουν πως δεν είχα. Ένιωθα στον ύπνο μου την προσπάθεια το υποσυνείδητό μου να κυριαρχήσει πάνω στην πραγματικότητα. Το περίγραμμά μου καμπυλωτό και ελκυστικό, έμοιαζε να φιλοξενεί μέσα του όλη τη σαπίλα ενός ανοίκειου περιβάλλοντος και να το απομονώνει στα βάθη της ύπαρξής μου. Μα ένας κόσμος που έμαθε να ζηλεύει το απλησίαστο και να βιάζει το απρόθυμο, μπορεί πάντοτε να παίρνει την εκδίκησή του.

Και ένιωσα σε μια στιγμή έναν τρόμο και μια ανίκητη κατάρρευση και τα όρια της παρουσίας μου απέμειναν αχνά, να περιδιαβαίνουν τρεκλίζοντας. Και είδα τα πρόσωπα των ανθρώπων να δυσφορούν. Και είδα τα μάτια τους να σφαλίζουν στο πέρασμά μου. Ένας και δεύτερος και τρίτος και μια στρατιά από τέτοιους, ξεκομμένους από αξίες, εγκλωβισμένους σε μια ετερόφωτη λάμψη. Και το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτης και τα δροσερά σεντόνια μου ακτινοβολούσαν κόλαση και τιμωρία. Το σώμα μου πυρώθηκε, μα η κραυγή μου εγκλωβισμένη στο παράταιρο στόμα, αν και ζητούσε τρόπο έκφρασης, απέμενε βουβή.

Και ήθελα να ξυπνήσω και ζητούσα απελπισμένα κάποιον να με ταρακουνήσει. Μα δεν έστριβα με επιδεξιότητα στις γωνίες και δεν έτρεχα στους πολυάριθμους δρόμους και μόνο περπατούσα αργά, υπομένοντας σαν άνθρωπος. Και ήταν οι πόρτες κλειστές, τα παγκάκια πιασμένα και τα δέντρα άφαντα. Φώναζα ποια είμαι, μα ποιος να με αναγνωρίσει έτσι που οι άνθρωποι έχουν μάθει να βλέπουν μόνο την εικόνα; Και τότε το πρόσωπό μου γύρισε να με κοιτάξει και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη στα ίδια μου τα μάτια. Ήμουν εγώ και δεν ήμουν εγώ.

Ξύπνα, τσίριξα στον εαυτό μου. Μα η φωνή έμεινε βυθισμένη στη απόλυτη σιωπή του ονείρου. Φτάνοντας στα όρια της απελπισίας —τότε που έμοιαζαν τα πάντα μάταια— ένιωσα ένα άγγιγμα στο αριστερό μου χέρι. Άκουσα μια γαλήνια φωνή και αισθάνθηκα ένα σώμα να με αγκαλιάζει. Γύρισα ρισκάροντας τις τελευταίες μου ελπίδες για αποδοχή. Τα μάτια του ανθρώπου ήταν ορθάνοιχτα και το πρόσωπό του δίπλα στο δικό μου. Έγειρε προς το μέρος μου και με φίλησε, με ένα από εκείνα τα φιλιά που θυμίζουν παράδεισο. Και τότε οι άνθρωποι γύρω μου σταμάτησαν να κινούνται. Έσκυψαν το κεφάλι και άρχισαν να κλαίνε. Μύρισε η γειτονιά μου ξανά ανθρωπιά. Και ήθελα και άλλο φιλί και διψούσα για ακόμη ένα φιλί. Μα πριν προλάβω να το γευτώ, ξύπνησα. Και το δωμάτιο φάνταζε έρημο, το σκοτάδι πηχτό και τα σεντόνια δίχως δροσιά.

Ο καθρέφτης στεκόταν αλαζονικός μπροστά μου και καλούσε για ακόμη μια φορά την απόγνωσή μου. Αδιαφόρησα. Κατευθύνθηκα προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξα διάπλατα. Οι δρόμοι της παιδικής μου ηλικίας έρεαν μπροστά μου, κάτω από τον φιλήδονο ήλιο. Τα δέντρα ήταν ανθισμένα, περήφανα, συμπαραστατικά αγέρωχα και οι σκιές των αντικειμένων ανύπαρκτες. Άκουσα το όνομά μου. Έσκυψα και το μισό μου σώμα βρέθηκε στο κενό και εκεί μπόρεσα να πάρω την πιο βαθιά ανάσα. Άνοιξα τα μάτια μου και χαμογέλασα. Άκουσα τη γαλήνια φωνή από το πλήθος και αναστήθηκα.

«Καλημέρα Ιωάννα».