Άρθρο: Ελίνα Κατσαδούρη,
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξόπουλος Τσώρας,
Φιλόλογος


Η κλινική εποπτεία είναι μια πρακτική γνωστή στον κλάδο της συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, όμως πολλές φορές άγνωστη στους επωφελούμενους από τη θεραπεία. Η εποπτική διαδικασία αποτελεί μία επίσημη συμφωνία μεταξύ των ψυχοθεραπευτών, κατά την οποία οι θεραπευτές συζητούν τακτικά για την εργασία τους με κάποιον που διαθέτει εμπειρία τόσο στην άσκηση της θεραπείας, όσο και στην άσκηση της εποπτείας (Despenser, 2011). Για πολλούς συμβούλους και ψυχοθεραπευτές η διαδικασία της εποπτείας είναι υποχρεωτική κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Σε κάποιες χώρες, όπως η Αγγλία και η Αυστρία, η εποπτεία είναι υποχρεωτική όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αλλά και κατά την άσκηση του επαγγέλματος αργότερα στη ζωή, στα πλαίσια των κανόνων ηθικής και δεοντολογίας (Lambers, 2013).

Η εποπτεία στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία εκτιμάται ιδιαίτερα. Κι αυτό γιατί ο εποπτευόμενος βιώνει τη διαδικασία της εποπτείας ως μια διαδικασία που τον υποστηρίζει συναισθηματικά και γνωστικά και τον προσκαλεί στη μελλοντική εργασία (Mearns, 1995). Στόχος του επόπτη είναι να καταστήσει τον εποπτευόμενο περισσότερο ευσυνείδητο, ενημερωμένο, ικανό και ενθαρρυμένο από ό,τι ήταν πριν (Houston 1990). Επιπλέον, άλλοι βασικοί στόχοι της εποπτικής διαδικασίας είναι αυτή να συμβάλλει στην ανάπτυξη του εκπαιδευόμενου ψυχοθεραπευτή, να τον υποστηρίζει, να μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής σχέσης, να προστατεύει τα συμφέροντα του πελάτη και να διαφυλάσσει τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας (Despenser, 2011).

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εκπαίδευση και η εμπειρία στην παροχή ψυχοθεραπείας δεν εξοπλίζουν έναν ψυχοθεραπευτή να γίνει και επόπτης. Η εποπτεία διαφέρει από την ψυχοθεραπεία και απαιτεί διαφορετικές δεξιότητες (Carroll, 1996). Οι Gilbert και Evans (2000) παραθέτουν μια λίστα με τα χαρακτηριστικά ενός καλού επόπτη, η οποία περιλαμβάνει την εναλλαγή μεταξύ θεωρίας και πράξης, την παροχή πολλαπλών προοπτικών, την πειθαρχία, την διαπολιτισμικότητα, την ορθή διαχείριση του άγχους, την ανοιχτότητα, την κοινωνική συνειδητότητα, την διαχείριση ζητημάτων εξουσίας, το χιούμορ, την ταπεινότητα και την υπομονή.

Ακόμα, ο Campbell (2006), καταγράφοντας τις πιο συχνά αναφερόμενες δεξιότητες μιας αποτελεσματικής εποπτείας, αναφέρει την επίγνωση των ρόλων στην εποπτεία, την εξοικείωση με νομικά και ηθικά ζητήματα, την ικανότητα σχηματισμού εποπτικής σχέσης, την εφαρμογή στόχων, τη γνώση των μοντέλων εποπτείας, τη διαπολιτισμική συνείδηση, την ικανότητα αξιολόγησης, τη γνώση αντιμετώπισης σύνθετων καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν και την ικανότητα παρέμβασης σε κρίση. Η εποπτεία προσφέρει σίγουρα υποστήριξη στο θεραπευτή και έμμεσα προστασία στους πελάτες του, καθώς ο εκπαιδευόμενος θεραπευτής καλείται να προβληματιστεί σχετικά με τον εαυτό του και την άποψή του για τις θεραπευτικές σχέσεις που δημιουργούνται με τους πελάτες του (Mearns, 1995).

Ίσως η πιο κεντρική λειτουργία της εποπτικής διαδικασίας αφορά την εξέλιξη των εποπτευόμενων, μια σημαντική και αποδεκτή παγκοσμίως έννοια (Bernard & Goodyear, 2014). Μια καλή εποπτεία περιλαμβάνει στοιχεία εκπαίδευσης και αυτό-ανάπτυξης και σε αυτή οι επόπτες ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του εποπτευόμενου θεραπευτή, τη συνεχή μάθηση και την αυτό-παρατήρηση (Despenser, 2011). Η ανάπτυξη των εποπτευόμενων, σύμφωνα με τον Watkins (2012) μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα στάδια: (α) στην αρχή οι θεραπευτές-εποπτευόμενοι δεν διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες θεραπείας, ούτε θεραπευτική ταυτότητα (β) η αρχική εμπειρία των εποπτευόμενων περιλαμβάνει άγχος και αυτό-αμφιβολία που σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από την έλλειψη θεραπευτικής ταυτότητας, γνώσεων και δεξιοτήτων (γ) μέσω της εποπτείας, του αναστοχασμού και της πρακτικής, οι θεραπευτικές δεξιότητες και η θεραπευτική ταυτότητα καλλιεργούνται, η αυτοπεποίθηση αυξάνεται και μειώνεται η αρνητική εμπειρία του εαυτού και (δ) καθώς οι εποπτευόμενοι προχωρούν κατά μήκος του αναπτυξιακού συνεχούς, αποκτούν όλο και υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης θεραπευτικής ταυτότητας, γνώσεων και δεξιοτήτων.

Η θεραπευτική λειτουργία της εποπτείας είναι μια αξία που φαίνεται να υποστηρίζεται σταθερά σε όλα τα εποπτικά μοντέλα. Αυτή η βασική ιδέα εμπνέει δυνητικά ελπίδα στον εποπτευόμενο που ξεκινά να γίνεται θεραπευτής και δημιουργεί περαιτέρω προσδοκίες για τη δύναμη της εποπτείας (Watkins, 2012). Η εποπτεία αγγίζει βαθιά προσωπικές πτυχές του εποπτευόμενου, όμως η εποπτεία δεν είναι θεραπεία, αν και μπορεί να είναι θεραπευτική (Hackney & Goodyear, 1984). Μερικές φορές κατά τη διάρκεια της εποπτείας ο θεραπευτής ανακαλύπτει ότι γεγονότα στη ζωή του επηρεάζουν τη δουλειά του και ότι υπάρχει κίνδυνος αλληλοεπικάλυψης μεταξύ προσωπικού και επαγγελματικού υλικού, για αυτό και η θεραπεία κρίνεται πολύ βοηθητική. Η Villas-Boas Bowen (1986) εντοπίζει μια σημαντική διάκριση μεταξύ θεραπείας και εποπτείας, λέγοντας ότι στην ψυχοθεραπεία ο πελάτης έχει την απόλυτη ελευθερία να μιλά για οποιοδήποτε εμπειρία, αλλά στην εποπτεία υπάρχει μια πρωταρχική εστίαση, η αλληλεπίδραση μεταξύ του εποπτευόμενου και του πελάτη. Επόπτης και εποπτευόμενος πρέπει να είναι ξεκάθαροι εξαρχής σχετικά με τη σχέση εποπτείας και οι δύο πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη διατήρηση και τη διαχείριση των ορίων αυτής της σχέσης (Lambers, 2005).

Η εποπτική συμμαχία είναι ίσως ο πιο ισχυρός, εμπειρικά υποστηριζόμενος παράγοντας εποπτείας που συμβάλλει στην ανάπτυξη του θεραπευτή και σε μια αποτελεσματική εποπτεία (Watkins, 2014). Η εποπτική συμμαχία αναφέρεται στη σχέση εργασίας που δημιουργεί ο επόπτης και ο εποπτευόμενος και περιλαμβάνει το δεσμό μεταξύ τους, τους στόχους και τα καθήκοντα (Beinart, 2014). Εάν η εποπτική σχέση είναι μια σχέση μέσα στην οποία ο σύμβουλος αισθάνεται εμπιστοσύνη, τότε μπορεί μέσα σε αυτή να μοιραστεί και να επεξεργαστεί ακόμη και τις πιο δύσκολες εργασιακές εμπειρίες. Πράγματι, ένας σημαντικός παράγοντας στην αποτελεσματική εποπτεία είναι ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται μια εποπτική σχέση. Έτσι, φαίνεται να είναι σημαντικό στην εποπτική σχέση ο επόπτης να μην έχει ρόλο αυστηρό, διότι σε αυτή την περίπτωση ο σύμβουλος είναι πιθανό να μην τολμήσει να φέρει δύσκολες εργασιακές εμπειρίες (Mearns, 1995).

Ο Mearns (1991) ορίζει μια υγιή εποπτική σχέση ως εκείνη που χαρακτηρίζεται από τη δέσμευση του επόπτη, την αυθεντικότητα και τη συνεχή αποδοχή του, έτσι ώστε εκείνος να προσφέρει τη διαφορετική του οπτική, μέσα σε ένα κλίμα όπου ο εποπτευόμενος γίνεται σεβαστός, σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Ο Auckenthaler (1995) υπογραμμίζει την αξία η εποπτεία να αποτελεί ένα περιβάλλον «φιλικό προς τα λάθη», όπου και ο επόπτης και ο εποπτευόμενος αναγνωρίζουν πιθανά λάθη και καλωσορίζουν τη διερεύνηση και τη μάθηση, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους. Ακόμα, είναι σημαντικό να αισθάνεται κανείς ότι ο επόπτης τον εκτιμάει ως όλον και τον αποδέχεται άλλοτε με τα επιτεύγματα και άλλοτε με τους προβληματισμούς του. Η εμπειρία του να γίνεσαι ολόκληρα κατανοητός και αποδεκτός στην εποπτική σχέση, συμβάλλει στην καλλιέργεια της ανοιχτότητας και της αποδοχής των θεραπευτών απέναντι στους πελάτες αλλά και απέναντι στον εαυτό τους (Tudor & Worrall, 2004).

Είναι εύδηλο πως μιλώντας για εποπτεία, αναφερόμαστε σε μια ατέρμονη εξελικτική διαδικασία. Η εποπτεία οφείλει να συνοδεύει τον ψυχοθεραπευτή σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του πρακτικής και όχι μόνο στην εκπαίδευσή του. Και αυτό, αφενός, γιατί η αναπτυξιακή διαδικασία είναι μία συνεχής διαδικασία που συνοδεύει τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή και, αφετέρου, γιατί η δυναμική της θεραπευτικής σχέσης είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη. Εντούτοις, οι θεραπευτές δεν πρέπει να βασίζονται μόνο στην εποπτεία ως πηγή υποστήριξης, εκπαίδευσης και ενημέρωσης. Σύμφωνα με την Despenser (2011), oι καλοί επαγγελματίες πέρα από την εποπτεία αναλαμβάνουν επίσης την ευθύνη για τη δημιουργία ενός δικτύου ανθρώπων, όπως γιατροί, ψυχίατροι, δικηγόροι, ειδικοί για την προστασία παιδιών, στους οποίους μπορούν να απευθυνθούν ή να παραπέμψουν περιστατικά, αν χρειαστεί. Οι καλές επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις, καθώς και ένας υγιής τρόπος ζωής, είναι επίσης σημαντικοί πόροι υποστήριξης για έναν θεραπευτή (Despenser, 2011).


Βιβλιογραφία

Auckenthaler, A. (1995). Supervision psychotherapeutischer Praxis. Organisation-Standards-Wirklichkeit. Stuttgart: Kohlhammer.

Beinart, H. (2014). Building and sustaining the supervisory relationship. In C. E. Watkins, Jr., & D. Milne (Eds.), Wiley international handbook of clinical supervision (pp. 257–281). Oxford, United Kingdom: Wiley.

Bernard, J. M., & Goodyear, R. K. (2014). Fundamentals of clinical supervision (5th ed.). Upper Saddle River, NJ: Merrill.

Campbell, J. M. (2006). Essentials of clinical supervision. Hoboken, NJ: John Wiley.

Carroll, M. (1996). Counseling supervision. Theory, skills and practice. London: Cassell.

Despenser, S. (2011). What is Supervision? Information Sheet S2. Lutterworth: British Association for Counselling and Psychotherapy.

Gilbert, M., & Evans, K. (2000). Psychotherapy Supervision in Context: An Integrative Approach. Buckingham: Open University Press.

Hackney, H., & Goodyear, R. K. (1984). Carl Rogers’ client-centered approach to supervision. In R. F. Levant & J. M. Shlien (Eds.), Client-centered therapy and the person-centered approach (pp. 278-296). New York: Praeger.

Houston, G. (1990). Supervision and counselling. London: Rochester Foundation.

Lambers, E. (2005). Supervision in person – centred therapy: facilitating congruence. In D., Mearns, and Br., Thorne (Eds), Person-centred therapy today. New frontiers in theory and Practice. London: SAGE Publications.

Lambers, E. (2013). Supervision. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & G. Wyatt (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 453-467). New York : Palgrave Macmillan.

Mearns, D. (1991). On being a supervisor. In W.Dryden & C. Feltham (Eds), Training and supervision for counseling in action (pp.116-128). London: Sage.

Mearns, D. (1995). Supervision: A tale of the missing client. British Journal of Guidance & Counselling, 23:3, 421-427.

Tudor, K., & Worrall, M. (2004). Freedom to practice. Person-centred approaches to supervision. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Villas-Boas Βοwen, Μ. (1986). Personality differences and person-centered supervision, Person-centered Review, 1 (3), 291-309.

Watkins, C. E., Jr. (2012). On demoralization, therapist identity development, and persuasion and healing in psychotherapy supervision. Journal of Psychotherapy Integration, 22, 187–205.

Watkins, C. E., Jr. (2014). The supervisory alliance: A half century of theory, practice, and research in critical perspective. American Journal of Psychotherapy, 68, 19–55.