Άρθρο: Κατερίνα Βαρελά
Κοινωνική λειτουργός – εκπ. Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Το Δίλημμα του Σκαντζόχοιρου (ή αλλιώς το Δίλημμα του Ακανθόχοιρου) επιχειρεί να εξηγήσει την ανάγκη που έχει το άτομο για τη σύναψη ανθρώπινων σχέσεων και την αίσθηση εγγύτητας και αμφίδρομης επικοινωνίας, οι οποίες, παρά τη θέλησή του, ενδέχεται να επιφέρουν βλάβη. Στην επαφή και το σχετίζεσθαι τα άτομα εισέρχονται σε μια διαδικασία μοιράσματος, ένα συναισθηματικό αλισβερίσι, όπου στόχος είναι να επιτευχθεί η συνύπαρξη. Ενδέχεται λοιπόν το άτομο να υπερπαρέχεται σε σημείο να χάνονται τα προσωπικά όρια και να υποβαθμίζει τις ανάγκες και τα συναισθήματά του προκειμένου να καταφέρει τελικά να συνυπάρχει. Ο Φρόυντ και ο Σοπενχάουερ υποστήριξαν πως η ανθρώπινη οικειότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς βλάβη, την οποία ακολουθεί ο φόβος ως προς τη σύναψη σχέσεων ή τη δημιουργία επιφανειακών σχέσεων. Με την παρακάτω παραβολή προσπάθησαν να περιγράψουν το πώς αντιλαμβάνεται το άτομο την κατάσταση στην οποία περιέρχεται, όταν καλείται να αναπτύξει μία σχέση.

«Μία κρύα χειμωνιάτικη μέρα, μία ομάδα σκαντζόχοιρων προσπαθούσαν να βρουν λύση για να ζεσταθούν. Το προηγούμενο βράδυ μάλιστα είχε πεθάνει από το κρύο ένας σκαντζόχοιρος. Με αυτό το δυσάρεστο συμβάν τρόμαξαν όλοι οι υπόλοιποι και γρήγορα έσμιξαν όλοι μαζί. Ωστόσο, λόγω των αιχμηρών τους αγκαθιών, τραυμάτιζε ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν για να μην τραυματιστούν περισσότερο».

Ας δούμε τώρα αυτή την παραβολή μέσα από την οπτική της Θεωρίας Προσωπικότητας και της Θεωρίας Θεραπείας της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης του Carl Rogers. Κατά την προσωποκεντρική θεωρία, αφετηρία για την εξέλιξη του ατόμου αποτελεί η τάση πραγμάτωσης του οργανισμού,  δηλαδή η τάση που οδηγεί τον άνθρωπο προς την επιβίωση, την αυτονομία και φυσικά την εξέλιξη βάσει των εγγενών χαρακτηριστικών του (Rogers, 1951). Πρόκειται για μια τάση που δρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από τον οργανισμό (Μπρούζος, 2004). Άλλωστε, είναι πλέον γνωστό πως το άτομο διαθέτει τεράστιες δυνατότητες που το καθιστούν ικανό να προειδοποιεί και να κατανοεί τον εαυτό του, να το καθοδηγεί και να το καθορίζει (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Ωστόσο, αυτές τις δυνατότητες δεν μπορεί να αξιοποιήσει παρά μόνο μέσα σε ένα βοηθητικό και ασφαλές περιβάλλον, το οποίο θα το περιγράψουμε βαθύτερα στη συνέχεια (Rogers, 1980).

Για να συνδέσουμε, λοιπόν, την παραβολή με την καθημερινή μας εμπειρία και την προσπάθειά μας για σύνδεση με τον εαυτό και τους άλλους, ας υποθέσουμε πως τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου είναι η πραγματικότητα που φέρουμε μέσα από τις εμπειρίες μας. Η πραγματικότητα αυτή, κατά τη Προσωποκεντρική θεωρία, ονομάζεται “φαινομενολογικό πεδίο” και συνδέεται άμεσα με τα προσωπικά συναισθήματα που προκλήθηκαν μέσα από αυτή (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Έτσι, όλες αυτές οι διαδικασίες που συντελούνται στον οργανισμό μας και αφορούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα αποτελούν μια υποκειμενική διαδικασία επεξεργασίας (Rogers, 1951) και ασφαλώς αναπόσπαστο προσωπικό δικαίωμα. Παρόλα αυτά, δεν παύει η φαινομενολογική του αντίληψη να φτάνει μέχρι το σημείο που μπορεί το κάθε άτομο να διαχειριστεί τη δεδομένη στιγμή, κάτι που ενδεχομένως να αλλάζει μέσα από νέες κατακτήσεις ή και απώλειες στο προσωπικό αφήγημα του καθενός.

Σύμφωνα με τον Rogers (1951), πατέρα της προσωποκεντρικής θεωρίας, η εμπειρία, το νόημά της και το συναίσθημα που αυτή προκαλεί είναι μεταξύ τους συνυφασμένα και αναπόσπαστα. Αλληλεπιδρούν και εκφράζονται μέσω συμβολοποιήσεων, δηλαδή εσωτερικών διαδικασιών, κατά τις οποίες η εμπειρία έρχεται στην επίγνωση του ατόμου με την ευκαιρία να της αποδώσει νόημα και αξία (Mearns & Thorne, 2000). Ωστόσο, αν η συμβολοποιημένη αυτή εμπειρία αξιολογηθεί ως θετική, δηλαδή γίνει αντιληπτή και ενσωματωθεί στον εαυτό, τότε θα προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες καταγραφές του, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο το αντιληπτικό του πεδίο. Στον αντίποδα όμως αυτού, αν η εμπειρία δε συμφωνεί με την αυτοεικόνα του ατόμου που τη βιώνει, τότε ενδέχεται να του δημιουργούν αίσθηση ασυμφωνίας ανάμεσα στην αυτοεικόνα και στην εμπειρία αυτή, μια αίσθηση βαθιά απειλητική και πολλές φορές δυσβάσταχτη (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).

Στην περίπτωση της παραβολής λοιπόν, τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου ίσως να τραυματίζουν τελικά το άτομο που σχετίζεται, επειδή η εμπειρία δεν κατάφερε να συμβολοποιηθεί ή, σε περίπτωση όπου συμβολοποιήθηκε, να μην επιτεύχθηκε σε πλήρη συνειδητή αναγνώριση. Έτσι, τα αγκάθια —θα μπορούσαν να μας θυμίζουν όλες αυτές τις εμπειρίες που φέρει ο καθένας— είναι αιχμηρά, καθώς δεν έχουν πάρει τη μορφή που το άτομο είναι σε θέση να αναγνωρίσει.

Επομένως, τίθεται το ενδιαφέρον ερώτημα: “Πώς, λοιπόν, γίνεται τα αγκάθια να μην τραυματίσουν αλλά να μπορεί να συνυπάρχει ο σκαντζόχοιρος με αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι του;” Το μέρος δηλαδή των εμπειριών που δεν έχει συμβολοποιήσει, ώστε να περάσουν στο αντιληπτικό του πεδίο. Κι όμως, φαίνεται πως όταν το άτομο δεν αισθάνεται κίνδυνο και βρίσκει ένας ασφαλές πλαίσιο στο οποίο νιώθει την ελευθερία να αντικρίσει τον εαυτό του και τις εμπειρίες του, τότε μπορεί να συσχετιστεί με ισοτιμία μαζί τους και να βιώσει μια προσωπική αλλαγή. Με μια ματιά πιο αποδεκτική, το άτομο καταφέρνει να συσχετιστεί με εμπιστοσύνη προς την εσωτερική του διεργασία (Rogers, 1951). Η εμπειρία αυτή θα μπορούσε να θυμίζει μια εύπορη γη που επιτρέπει στους καρπούς της να αναπτυχθούν. Πώς, όμως, μπορεί να καλλιεργηθεί ένα τέτοιο πλαίσιο ασφάλειας και ελευθερίας;

Κατά την Προσωποκεντρική Προσέγγιση σκιαγραφούνται τρεις πυρηνικές συνθήκες που είναι ικανές να καλλιεργήσουν ένα τέτοιο εύφορο πλαίσιο: (1) η ενσυναίσθηση, (2) η αποδοχή και (3) η αυθεντικότητα (Corey, 2005). Αναλυτικότερα, με τον όρο “ενσυναίσθηση” αναφερόμαστε στη διεργασία κατά την οποία το άτομο είναι σε θέση να κατανοεί το βίωμα του άλλου, να εισέρχεται στον υποκειμενικό του κόσμο —αυτό που προηγουμένως αναφέραμε ως φαινομενολογικό πεδίο— και μπορεί να αντιλαμβάνεται τα νοήματα και τα συναισθήματα που βιώνει μέσα σε αυτό (Rogers, 1959). Η εμπειρία αυτή, ωστόσο, δε φαίνεται δεδομένη. Πολλές φορές, στην καθημερινή ζωή τείνουμε να ακούμε εν μέρει του άλλους. Η ενσυναίσθηση δεν αφορά μια επιφανειακή ακρόαση αλλά μια βαθιά ενεργή και εστιασμένη εμπειρία, κατά την οποία το άτομο καταφέρνει να «ακούει τη μουσική, όχι μόνο τις λέξεις» (Merry, 2002). Έτσι, μέσω της ενσυναισθητικής κατανόησης, το άτομο νιώθει την ασφάλεια να αναστοχαστεί τα λεγόμενά του, να αναρωτηθεί ή ακόμα και να επανεξετάσει τον τρόπο του, ώστε να φτάσει στο σημείο να συμβολοποιήσει ό,τι μέχρι τώρα δε γινόταν εύκολα αποδεκτό ή είχε διαστρεβλωθεί από τον ίδιο και τις άμυνές του (Rogers, 1957). Από την εμπειρία μου, κατανοώ πως η συνθήκη του να μπορεί κανείς να ακούσει με ενσυναίσθηση ίσως να προκύπτει ως ένα σημείο στο ότι έδωσε χώρο να προσφέρει αυτή την ποιότητα προς τον εαυτό του, μια εμπειρία η οποία πολλές φορές αποτελεί προϊόν προσωπικής πάλης.

Η δεύτερη θεραπευτική συνθήκη κατά την προσωποκεντρική θεωρία είναι η Άνευ Όρων Αποδοχή, μια στάση η οποία φαίνεται να λειτουργεί διορθωτικά προς τη διαστρεβλωμένη εμπειρία του ατόμου (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Η μη αποδεκτή εμπειρία, στην οποία αναφερθήκαμε, συνεχίζει να βιώνεται και να δημιουργεί ένταση και δυσφορία, ωστόσο τις φορές που καταφέρνει να γίνεται το άτομο αποδεκτό με όλες του τις “ατέλειες” και δε βιώνει επίκριση ή οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης, τότε η προσωπική του ανάπτυξη διευκολύνεται και διευρύνεται (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Είναι σε αυτή τη συνθήκη όπου το άτομο, περισσότερο από ποτέ, καταφέρνει να ενσωματώσει τα κομμάτια που μέχρι τώρα δε χωρούσαν στην αυτοεικόνα του και να συμφιλιωθεί με αυτά. Από την εμπειρία μου ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, μπορώ να μοιραστώ πως αυτή την υπέροχη και λυτρωτική αίσθηση του να μπορείς να μοιράζεσαι τον εαυτό σου δίχως την ανασφάλεια πως ο ακροατής απέναντί σου στέκεται με επικριτική διάθεση αλλά με αποδοχή προς όλες σου τις αποχρώσεις είναι και η μεγαλύτερη διορθωτική εμπειρία της ζωής μας. Μας είναι γνώριμο το να είμαστε κριτές του εαυτού μας, μας είναι βιωμένες οι στιγμές όπου η οικογένεια ή η κοινωνία μάς έκριναν στο “μεγάλωμά” μας. Το να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου μέσα σε μια θεραπευτική σχέση όπου το άλλο άτομο σε αντιλαμβάνεται και σε αποδέχεται ολοκληρωτικά, σίγουρα είναι μια πρωτόγνωρη συνθήκη. Ταυτόχρονα, το έχω παρατηρήσει και στις συνεδρίες με τους θεραπευόμενούς μου, στις οποίες οι θεραπευόμενοι κάνοντας το άνοιγμά τους αντιλαμβάνονται ότι είναι εντάξει να αισθάνονται με αυτόν τον τρόπο, ότι είναι εντάξει μια συμπεριφορά ή ένα συναίσθημα μη αποδεκτά έως τότε, είναι εκείνο το σημείο που αισθάνονται ότι έχουν ανοίξει μπροστά στα μάτια τους άγνωστα μονοπάτια και μπορούν πια να τα διασχίσουν.

Η τρίτη θεραπευτική συνθήκη, η Αυθεντικότητα αναφέρεται πλέον στη συμβατότητα των εμπειριών του ατόμου με την εικόνα ή την αντίληψη του εαυτού του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).  Η αποκάλυψη του αυθεντικού εαυτού, μακριά από εξιδανικεύσεις αλλά με επίγνωση των αδυναμιών ή των προσωπικών του ελλείψεων, απαιτεί δύναμη και κουράγιο. Η συμφιλίωση του «ποιος είμαι» και πώς μπορώ «ολόκληρος» να υπάρχω και να σχετίζομαι, είναι ένας μοναδικός προσωπικός αγώνας του καθενός. Η πρόκληση και για τα δύο πρόσωπα που επιθυμούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν μια σχέση σε βάθος είναι να επιτρέψουν στην πραγματικότητά τους να εμφανιστεί ως έχει. Άλλωστε, συμβατότητα υπάρχει μονάχα όταν οι εμπειρίες και τα συναισθήματα δε συγκρούονται με την αυτοεικόνα και δεν αποτελούν απειλή. Όταν δηλαδή οι εμπειρίες μπορούν και αναγνωρίζονται, γίνονται αποδεκτές και είναι διαθέσιμες για περαιτέρω επεξεργασία (Mc Leod, 2003).

Κλείνοντας, φαίνεται πως ίσως αυτή η εμπειρία να μην είναι απλή, ασφαλώς όχι εύκολη, ίσως όμως και να είναι μια διορθωτική εμπειρία εγγύτητας. Ίσως οι ποιότητες της Ενσυναίσθησης, της Αποδοχής και της Αυθεντικότητας όπως τις ανέλυσε και τις εφήρμοσε ο Carl Rogers στη θεραπευτική διαδικασία, να είναι ένας τρόπος να υπάρχουμε σε οποιαδήποτε σχέση «ολόκληροι» και λιγότερο αιχμηροί, καθώς όταν το άτομο έρχεται σε επαφή με ένα άλλο άτομο και γνωρίζοντας τα αγκάθια που κουβαλάει ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, τότε μπορεί να είναι σε θέση να μην τραυματίσει τον άλλον αλλά και να μην τραυματιστεί. Με την επίγνωση που το άτομο έχει πλέον κατακτήσει μπορεί ουσιαστικά να σχετίζεται και να υπάρχει ολόκληρος, αυθεντικός,  με ενσυναίσθηση και αποδοχή στα αγκάθια τα δικά του και των άλλων και η βιωμένη του εμπειρία ή τα τραύματά του, να αποτελούν μονάχα ένα μέρος του αφηγήματος της ιστορίας του, χωρίς να τον αυτοπροσδιορίζουν ως σύνολο. Οι σκαντζόχοιροι λοιπόν, που κατέκτησαν αυτή τη γνώση του εαυτού τους, είναι πλέον σε θέση να είναι πιο ανοιχτοί σε μια κοντινότητα όπου η ένωση γίνεται με το πιο τρυφερό κομμάτι του εαυτού τους, τις κοιλίτσες τους. Και αν κατά λάθος τραυματίσει και πάλι το ένα το άλλο; Ακόμα και τότε, το αγκάθι που θα προκαλέσει την αιχμή είναι μέρος της βιωμένης εμπειρίας και ο σκαντζόχοιρος μπορεί να συνεχίσει να (συν)υπάρχει με ειλικρίνεια με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους, γιατί θα γνωρίζει τον λόγο που τραυμάτισε και θα είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της πράξης του. Είναι ίσως γόνιμα σημεία που οδηγούν σε άλλα μονοπάτια προς αναζήτηση, αναστοχασμό, οριοθέτηση και γνωριμία με έναν τραυματισμένο πια εαυτό. Ας αγκαλιάσουμε, λοιπόν κι εκείνα τα σημεία, ας δώσουμε χρόνο και χώρο να τα γνωρίσουμε καλύτερα, να τα κοιτάξουμε σε βάθος και να μη μείνουμε στον επιφανειακό πόνο της πληγής.


Βιβλιογραφία 

Corey, G. (2005). Θεωρία και πρακτική της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: Εκδόσεις Έλλην.

McLeod, J. (2003). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Mearns D., (2000), On being a supervisor,. In W.Dryden & B. Thorne (eds), Training and supervision for counseling in action (pp.116-128), London, SageFeltham C., &  Dryden, W., (1994) (eds), Developing Counselling Supervision, London, Sage.

Rogers, C. (1951). Theory of Personality and Behavior. In C. Rogers, Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory. London: Constable.

Rogers, C, (1957). The Necessary and sufficient Conditions of Therapeutic Personality Change. Journal of Consulting Psychology. Vol. 21, p. 95-103.

Rogers, C.(1959). A Theory of Therapy, Personality and Interpersonal Relationships as Developed in the Client-Centered Framework. In (ed) S. Korch, Psychology: A Study of a Science. Vol. 3: Formulations of the Person and the Social Context. New York: McGraw Hill.

Rogers, C, (1980). A Description of the Person-Centered Approach.

Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική Θεωρία, ‘Ερευνα και Εφαρμογές. Εκδόσεις: Τυπωθήτω/ Δαρδάνος.

Ιωσηφίδη, Π., & Ιωσηφίδης, Ι. (2008). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers. In Γ. Ποταμιάνος, & κ. συν., Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μέρυ, Τ. (2002). Πρόσκληση στην προσωποκεντρική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Ερευνητές.