Κείμενο: Aντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Ο κύριος Βασίλης βρισκόταν ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι του υπνοδωματίου. Ο βήχας δεν έλεγε να σταματήσει. Τον ταρακουνούσε ολόκληρο, με τα χέρια και τα πόδια του να πετάγονται στον αέρα σαν τα άκρα μιας μαριονέτας. Η ανάσα του ήταν βαριά, η εισπνοή έμοιαζε με ροχαλητό, ενώ η εκπνοή ακουγόταν σαν σωλήνας αποχέτευσης γεμάτος ακάθαρτο νερό. Ο πυρετός ανεβοκατέβαινε σαν σε τρενάκι του λούνα παρκ και μαζί με αυτόν και η διάθεσή του. Δίπλα του, σε μία ξύλινη καρέκλα, καθόταν η κυρία Δήμητρα, η οποία πότε διάβαζε ένα βιβλίο, πότε σκούπιζε τον ιδρώτα του και πότε τον κοιτούσε αγχωμένη κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά.
Το κομοδίνο δίπλα του ήταν γεμάτο από αντικείμενα πίστης. Εικόνες γενειοφόρων αγίων, κομποσκοίνια στοιβαγμένα το ένα πάνω από το άλλο σαν λάστιχα αυτοκινήτων και μία δερματόδετη Αγία Γραφή. Τις προηγούμενες ημέρες της αρρώστιας, ο κύριος Βασίλης έβρισκε τη διάθεση να προσευχηθεί και να διαβάσει τα αγαπημένα του εδάφια, αλλά εκείνο το πρωινό η κατάστασή του είχε επιβαρυνθεί. Και παρά τις πιέσεις της συζύγου του και των παιδιών του, ο ίδιος έμενε αμετάπειστα αρνητικός στη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Οι εξετάσεις που έκανε έδειξαν ότι είχε κολλήσει τον ιό, ο οποίος ταλαιπωρούσε την ανθρωπότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος όμως αμφισβητούσε τα αποτελέσματα, θεωρώντας τον εαυτό του θύμα μιας συνωμοσίας μεταξύ του φαρμακοποιού της γειτονιάς και των παγκόσμιων δυνάμεων που θέλουν να επιβουλεύονται την ανθρώπινη ελευθερία.
Τέτοιος ήταν σε ολόκληρη τη ζωή του ο κύριος Βασίλης. Είχε κατασκευάσει μια δική του κοσμοθεωρία και κανένα επιχείρημα δεν μπορούσε να τροποποιήσει και να λειάνει τις απόψεις του. Χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, πίστευε ότι το ένστικτό του και η ικανότητά του να βρίσκει μυστικές συνδέσεις εκεί όπου για τους άλλους δεν υπήρχαν, ήταν ικανά από μόνα τους να του δείξουν τον δρόμο της αλήθειας. Οι αντιλήψεις του τις περισσότερες φορές προσέκρουαν στην κοινή λογική, μα για τον ίδιο, λογικό ήταν μονάχα αυτό που εκείνος υπηρετούσε. Σε περίπτωση που κάποιος συμφωνούσε με την ιδεολογία του, ο κύριος Βασίλης ήταν μελίρρυτος και συγκαταβατικός. Σε περίπτωση όμως ασυμφωνίας, ο διάλογος μαζί του ήταν μια εξαρχής χαμένη υπόθεση. Ο σεβασμός στη γνώμη του άλλου πήγαινε περίπατο και η συζήτηση μετατρεπόταν σε ένα μονοδιάστατο ντελίριο απαξιωτικών εκφράσεων.
Η δύσκολη και φτωχική παιδική του ηλικία έπαιξαν αναμφισβήτητα ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του και στο αίσθημα κατωτερότητας που απρόσκοπτα αναπτυσσόταν μέσα του. Η πίστη ότι ανήκε σε μια κοινωνική τάξη την οποία εκ προοιμίου δεν μπορούσε να υπερβεί, τον έκανε να βρίσκει παντού εχθρούς. Μην έχοντας την ικανότητα να επαναστατήσει στην ουσία της καθημερινότητάς του, αντιδρούσε με κάθε αφορμή και κόντρα στη λογική. Είχε απόψεις επί παντός επιστητού, οι οποίες όμως ήταν βασισμένες σε φήμες και αναπόδεικτες προσωπικές ενδείξεις. Θεωρούσε τη γη επίπεδη, βασισμένος σε ανώνυμους χάρτες που κυκλοφορούσαν τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο. Θεωρούσε πως η θεραπεία για τον καρκίνο είχε βρεθεί, αλλά η αξία του ελέγχου του πληθυσμού της γης από την άρχουσα τάξη εμπόδιζε τη μαζική κυκλοφορία της. Πίστευε πως διαβολικές και ανήθικες δυνάμεις είχαν βάλει στο στόχαστρό τους τη θρησκεία του και πως αποστολή του ήταν να κρατάει ψηλά το λάβαρο της αντίστασης. Το τελευταίο χρονικό διάστημα ήταν έντονες οι αντιρρήσεις του για την ύπαρξη της επιδημίας και ήταν φανατικά αντίθετος στη χρήση του εμβολίου.
Αυτό που τον μελαγχολούσε ήταν πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του είχαν διαφορετική από τoν ίδιο άποψη. Ο γιος του ήταν γιατρός και η κόρη του βιολόγος. Από τη μία ήταν περήφανος για την πρόοδό τους, αλλά από την άλλη ήξερε καλά πως η επιστήμη τούς είχε παρασύρει σε επικίνδυνες ατραπούς, μακριά από τις αξίες που τόσα χρόνια κρατούσαν ενωμένα τα δεσμά της οικογένειά τους. Έβλεπε τα ίδια του τα παιδιά να γίνονται κομμάτι μιας ανώτερης κάστας, αλλά επί της ουσίας πίστευε πως δίχως να το γνωρίζουν, λειτουργούσαν ως αναλώσιμα αντικείμενα. Θεωρούσε πως η προπαγάνδα απαιτούσε μερικές εξαιρέσεις, ώστε να θαμπωθεί η πραγματικότητα και πως πολύ γρήγορα οι απόγονοι των χαμηλών κοινωνικών τάξεων θα επέστρεφαν βιαίως στην πραγματική τους θέση.
Όταν η κυρία Δήμητρα τηλεφώνησε στα παιδιά τους και αυτά πήραν την απόφαση να μεταφέρουν τον κύριο Βασίλη στο νοσοκομείο, ήταν ήδη αργά. Πάλεψε πέντε ολόκληρες μέρες να κρατηθεί στη ζωή, αλλά στο τέλος λύγισε, ηττημένος από έναν εχθρό, στον οποίο ποτέ δεν πίστεψε. Στην κηδεία, η μισή γειτονιά ισχυριζόταν πως ο κύριος Βασίλης εισέπραξε αυτό που του άξιζε, ενώ η άλλη μισή θεωρούσε πως η καταγραφή του κορωνοϊού ως αιτία θανάτου ήταν προσχεδιασμένη και βαθιά προσβλητική για τον νεκρό. Η κατασκευή του μνήματος έγινε άμεσα και ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Επιλέχτηκε το καλύτερο τεχνομάρμαρο, ενώ ο μαύρος γρανίτης περιμετρικά του τάφου έδινε μια νότα πολυτέλειας. Η φωτογραφία που στόλισε την τελευταία κατοικία του ήταν από την ομιλία του στην προ εξαμήνου πορεία ενάντια στην αναγκαιότητα του εμβολιασμού. Το τελευταίο στοιχείο που προστέθηκε στο μνήμα ήταν το σκάλισμα στο μάρμαρο. Ήταν μια ρήση, την οποία ο ίδιος είχε επιλέξει σε περίπτωση θανάτου του και είχε ανακοινώσει στην οικογένειά του μερικά χρόνια πριν.
“Όπως ο τάφος μου, έτσι είναι επίπεδη και η Γη”.