Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Όταν ο Κυριάκος δεν είχε έμπνευση, έβγαινε βόλτα για να του έρθει. Όταν του ερχόταν, έβγαινε για να το γιορτάσει. Και μετά την ξεχνούσε και ξανά από την αρχή. Ύστερα αναρωτιούνταν όλοι γιατί δεν προχωράει το βιβλίο. Θα μου πεις ποιο βιβλίο. Δεν είχε γράψει ούτε λέξη. Καλύτερα θα πω ούτε γράμμα. Βασικά δεν είχε ούτε ιστορία. Επί της ουσίας δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή. Λογοτεχνικά βιβλία δε διάβαζε. Ανώτερη μορφή ποίησης θεωρούσε τα στιχάκια στα ημερολόγια. Ο Ρασκόλνικωφ πίστευε πως είναι βότκα, ο Χέμινγουεϊ κατασκευαστής καμπανών και η Δημουλίδου μια ακόμη συνάδελφος της Λιάνη.

Η φαντασία του ήταν περιορισμένη. Η σύνταξη κειμένου δεν ήταν στα προσόντα του. Η γραμματική ήταν το αδύνατό του σημείο. Εύλογη η απορία, πού έβρισκε την αισιοδοξία για τον εαυτό του! Σαν τον Καραμήτρο ένα πράγμα που βιάζεται να κάνει ένα βήμα μπροστά. Ο μπαμπάς του ήταν μικροεκδότης, η μάνα του δημοσιογράφος. Σπρώξε από εδώ ο ένας, σπρώξε από εκεί η άλλη, κάποια στιγμή του καρφώθηκε η ιδέα να γίνει συγγραφέας. Επίκτητη βλακεία και άντε να τη σβήσεις. Η αφορμή ήταν γνωστή σε λίγους και είχε όνομα. Γιάννης. Ο συμμαθητής και γείτονάς του. Οι πάντες εκτιμούσαν τα ταλέντα του. Μόνο ο Κυριάκος τον ζήλευε. Βασικά τον μισούσε. Ζούσαν σε διπλανά σπίτια. Τον άκουγε να παίζει βιολί. Μύριζε τις μπογιές στα τελάρα ζωγραφικής. Τον παρακολουθούσε να προβάρει τις φωνητικές του χορδές για τη χορωδία. Παντού ήταν μέσα. Και όλα τα έκανε με επιτυχία.

Μα το χειρότερο ήρθε μια μέρα του Ιουνίου. Εκείνο το πρωινό ο Γιάννης βραβεύτηκε από τη σχολή του για την πρώτη θέση σε έναν διαγωνισμό λογοτεχνίας και τα έφτιαξε με τη Χριστίνα. Τη δική του Χριστίνα. Έτσι την αποκαλούσε. Κτητικός ο Κυριάκος πέρα από τα υπόλοιπα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της από το λύκειο. Ποτέ όμως δεν εκδηλώθηκε. Κάτι χαζά υπονοούμενα πετούσε πού και πού. Δεν αντιλήφθηκε η Χριστίνα το νόημά τους, να λοιπόν η σχέση με τον μισητό εχθρό του. Πώς του γύρισε το μυαλό και σου λέει μου έκλεψες το κορίτσι, θα έρθει η στιγμή που θα φτάσω ψηλότερα από σένα.

Τα δάκτυλά του ήταν χοντροκομμένα. Πού να ακουμπήσει τις χορδές του βιολιού! Στη ζωγραφική ήταν χειρότερος. Τα σπιτάκια του έμοιαζαν με ετοιμόρροπα κοτέτσια. Όσο για τη φωνή του, πονεμένη ιστορία. Η γιαγιά του του έλεγε ότι είναι χαρισματική. Για να μην τον πληγώσει. Και ερχόταν ο παππούς του και τόνιζε γελώντας «γκαρισματική θέλει να πει η γιαγιά» και του χάιδευε το κεφάλι. Άνοια ο παππούς. Δεν τον ξεσυνερίζεσαι εύκολα.

Τα έβαλε κάτω και αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Σου λέει η μαμά θα διορθώσει, ο μπαμπάς θα εκδώσει. Πρώτα ετοίμασε την αφιέρωση. Αγόρασε από νωρίς την πένα. Το μόνο που απέμενε ήταν η ιδέα. Εδώ και έναν χρόνο το πάλευε. Ώσπου εκείνο το μεσημέρι, τη βρήκε! Από τη χαρά του βγήκε να το γιορτάσει. Βόλτα με τα πόδια. Απεργία τα ταξί, απεργία τα λεωφορεία. Νέος ήταν, ανάγκη δεν είχε. Έφαγε μια πάστα, καταβρόχθισε ένα χοτ-ντογκ και για το τέλος αγόρασε ένα παγωτό. Τσιγγούνη δεν τον λες. Άλλωστε λεφτά υπήρχαν.

Ο πόνος τον βρήκε καθώς τριγύριζε στην πλατεία. Πρώτα μια κράμπα στην κοιλιά και ύστερα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ανατρίχιασε ολόκληρος. Δίπλωσε στα δύο. Έσμιξε τα φρύδια του και σούφρωσε τα μάτια του. Έσφιξε τον πισινό του και ένωσε τα πόδια του. Τα δόντια του έτρεμαν από την απελπισία. Δε σάλευε. Μόνο ανέπνεε. Κάθε του κίνηση ήταν επίφοβη. Θα του έφευγαν στη μέση της πλατείας. Αν μπορούσε να φτάσει στο εστιατόριο… Μα μόλις χαλάρωσε το σώμα του, τα ένιωσε να πετιούνται από ‘ξαρχής. Σφίχτηκε ξανά. Το είχε πάρει απόφαση ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, όταν άκουσε πίσω του τη φωνή του Γιάννη.

«Θέλεις κάποια βοήθεια;» τον ρώτησε.

Τι ανακούφιση στη λεκάνη του σπιτιού του. Τα μάτια κλειστά, το σώμα χαλαρό και από το στόμα του να βγαίνει συνεχόμενα η φράση: «Σε ευχαριστώ Γιάννη». Αυτό ήταν! Ξεπέρασε τον θυμό, του έφυγε το μίσος. Φίλος πλέον ο Γιάννης, καρδιακός. Ξέχασε το βιβλίο, βρήκε την τελευταία του ιδέα ανόητη. Τελείωσε τη συγγραφική καριέρα του πριν καν αρχίσει.

Όταν έμαθε η γιαγιά τα νέα φάνηκε χαρούμενη.

«Καλύτερα εγγονέ μου. Οι συγγραφείς είναι για δέσιμο».

Ο παππούς ήταν παραδίπλα. Σηκώθηκε περπατώντας σαν μαούνα, τους πλησίασε και χαμηλόφωνα είπε: «Οι συγγραφείς για δέσιμο και ο εγγονός μας για χέσιμο».

Ύστερα χάιδεψε το κεφάλι του Κυριάκου. Άνοια ο παππούς. Δεν τον ξεσυνερίζεσαι εύκολα.