Άρθρο: Ελίνα Κατσαδούρη,
Ψυχολόγος MSc
Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξόπουλος Τσώρας,
Φιλόλογος
Η κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων οι ψυχοκοινωνικές επιρροές αποτυπώνονται βιολογικά και προκαλούν αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και των συστημάτων επικοινωνίας του εγκεφάλου με το σώμα αποτελεί μια βασική πρόκληση για τον κλάδο της ψυχικής υγείας (Kumsta, 2019). Ιδιαίτερα όσον αφορά το νευροβιολογικό αποτύπωμα της διαδικασίας της ψυχοθεραπείας, τα πρώτα σημαντικά ερευνητικά βήματα έχουν επιτευχθεί με σημαντικές προεκτάσεις για την εξέλιξη των θεραπευτικών παρεμβάσεων. Oι ερευνητές φαίνεται ότι καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η ψυχοθεραπεία επηρεάζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως τη νευροπλαστικότητα, τη μάθηση και τη μνήμη, τη νευρογένεση, τη διάθεση και το συναίσθημα, οδηγώντας έτσι σε μία συνολική βελτίωση της ψυχικής υγείας (Σεληνιωτάκη, & Νέστορος, 2017).
Οι νευροβιολογικοί μηχανισμοί της ψυχοθεραπείας έχουν διερευνηθεί με μεθόδους λειτουργικής απεικόνισης για πάνω από 20 χρόνια (Barsaglini, Sartori, Benetti, Pettersson-Yeo, & Mechelli, 2014). Η μελέτη της σχέσης της νευροφυσιολογίας με την ψυχοθεραπεία είναι καθοριστική, καθώς αφενός παρέχει τη δυνατότητα σχεδιασμού νέων θεραπειών και αφετέρου τη δυνατότητα κατανομής των ασθενών σε συγκεκριμένες μεθόδους θεραπείας (Skottnik & Linden, 2019). Στη σημερινή εποχή, είναι ευρέως αποδεκτό πως οι ποικίλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά αντιθέτως συμφωνούν, καθώς όλες προάγουν την ανάπτυξη των νευρώνων και τη σύνθεση των νευρωνικών συστημάτων του εγκεφάλου (Σεληνιωτάκη & Νέστορος, 2017).
Η ψυχοθεραπεία επηρεάζει συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, που έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές και φαινόμενα. Επί παραδείγματι, έχει αποδειχθεί πως η ψυχοθεραπεία επηρεάζει την αμυγδαλή σε διαταραχές διάθεσης και συναισθημάτων και στις φοβίες (Linden, 2006). Σε μελέτες PET η ανάμνηση τραυματικών γεγονότων σε ασθενείς με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπευτικών συνεδριών, ενεργοποίησε την αμυγδαλή και άλλες πρόσθιες μεταιχμιακές περιοχές, ενώ η συνέχιση των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών μείωσε την αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής (Peres et al., 2007). Ο προμετωπιαίος φλοιός έχει σχετιστεί με διαταραχές του συναισθήματος, όπως είναι η κατάθλιψη, και έχει παρατηρηθεί υποαιμάτωση της περιοχής αυτής σε άτομα που έχουν εκδηλώσει τη διαταραχή. Με την ψυχοθεραπεία αυτή η υποαιμάτωση του προμετωπιαίου φλοιού εξαφανίζεται. Επίσης, ο ραχιαίος πλάγιος προμετωπιαίος φλοιός παρουσιάζει υπερδραστηριότητα κατά την εκδήλωση συμπτωμάτων φοβίας. Η ψυχοθεραπεία φαίνεται επίσης ότι προκαλεί μείωση στη δραστηριότητα της περιοχής αυτής (Linden, 2006).
Ιδιαίτερα η προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση φαίνεται πως υποστηρίζεται σημαντικά από τα σύγχρονα νευροφυσιολογικά ευρήματα. Η προσωποκεντρική προσέγγιση, που αναπτύχθηκε από τον Carl Rogers, βασίζεται στην υπόθεση ότι τα ανθρώπινα όντα υιοθετούν μια εγγενή τάση προς ανάπτυξη, ενίσχυση και βέλτιστη λειτουργία όταν βρίσκονται στο κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον, που ονομάζεται «τάση πραγμάτωσης» (Joseph & Worsley, 2005). Με την τάση πραγμάτωσης ο Rogers (1951) αναφέρεται στην ιδέα ότι υπάρχει σε κάθε οργανισμό μια έμφυτη τάση να συντηρείται, να προστατεύεται, να διευρύνεται, να διαφοροποιεί τα όργανα και τις λειτουργίες του και να οδεύει προς την αυτονομία.
Όμοια, αντλώντας από την επιστήμη της νευρολογίας, συναντάμε την έννοια της πλαστικότητας του εγκεφάλου, ή αλλιώς «νευροπλαστικότητας», που αναφέρεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει, δημιουργώντας νέες συνάψεις. Μέσω της νευροπλαστικότητας ο εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να μαθαίνει καινούργιες δεξιότητες (Σεληνιωτάκη & Νέστορος, 2017). Έχει φανεί ότι η ενασχόληση με δραστηριότητες που μειώνουν το στρες, όπως η ψυχοθεραπεία, προάγει τη νευροπλαστικότητα, μέσω της νευρογένεσης (Kempermann, Gast, & Gage, 2002). Μπορούμε ήδη να υπογραμμίσουμε μια πρώτη αναλογία ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες της τάσης πραγμάτωσης και της νευροπλαστικότητας, η μία από το πεδίο της ψυχοθεραπείας και η άλλη από το πεδίο της νευρολογίας, που αποτελούν και οι δύο εγγενές στοιχείο του οργανισμού και συμβάλλουν στην ανάπτυξή του.
Η επιγενετική επιστήμη μελετά την επίδραση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των συναισθημάτων, στη σωματική και ψυχική υγεία (Behm & Behm, 2012). Υπάρχουν ορισμένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που «ενεργοποιούν» ή «απενεργοποιούν» τα γονίδια. Η επιγενετική σχετίζεται με το εάν ένα γονίδιο γίνεται ενεργό ή όχι, κάτι που είναι γνωστό ως «γονιδιακή έκφραση». Συγκεκριμένα, έχει φανεί πως η έκθεση σε δυσμενή περιβάλλοντα μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιες αλλοιώσεις στη μεθυλίωση του DNA (Kumsta, 2019). Παράγοντες που καθιστούν ένα περιβάλλον δυσμενές είναι, για παράδειγμα, προγεννητικοί παράγοντες όπως το μητρικό άγχος και η κατάθλιψη (Hompes et al., 2013) και το μητρικό στρες (Rijlaarsdam et al., 2016), η φτώχεια (Borghol et al., 2012), το άγχος της παιδικής ηλικίας (Essex et al., 2013), η θεσμική ανατροφή (Esposito et al., 2016; Kumsta et al., 2016), η παιδική κακοποίηση (Cecil et al., 2016) και ο εκφοβισμός (Ouellet-Morin et al., 2013).
Σύμφωνα με τον Carl Rogers (1951, 1959), νέοι τρόποι ύπαρξης γεννιούνται σε ένα περιβάλλον που αποτελείται από ένα συγκεκριμένο σύνολο συνθηκών που διευκολύνουν την αλλαγή. Πράγματι, οι νευροεπιστήμες υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να αλλάζει, καθώς ένα νέο περιβάλλον μπορεί να δημιουργήσει νέα νευρωνικά συστήματα (Feinstein & Church, 2010). Οι Feinstein και Church (2010) αναφέρουν ότι οι επιτυχημένες συμβουλευτικές παρεμβάσεις αλλάζουν την έκφραση των γονιδίων, καθώς μέσω της συμβουλευτικής παρέχονται διορθωτικές συναισθηματικές εμπειρίες που ρυθμίζουν τις νευροπλαστικές συναπτικές συνδέσεις στον εγκέφαλο. Για πολλούς πελάτες, το περιβάλλον που βίωσαν στο παρελθόν ήταν εχθρικό και ο θεραπευτής παρέχει μια νέα ευκαιρία ύπαρξης, σε ένα νέο περιβάλλον με στοιχεία εκτίμησης, περιβάλλον που αποδομεί απαλά τις προηγούμενες μεθόδους αντιμετώπισης (Behm & Behm, 2012).
Μία εκ των τριών προσωποκεντρικών πυρηνικών συνθηκών που διευκολύνουν την αλλαγή, η αυθεντικότητα, μοιάζει να περιγράφει αυτό που οι νευροεπιστήμονες αποκαλούν «συντονισμό» (Behm & Behm, 2012). Ο Cozolino (2010) αναφέρθηκε στον «ενσυναισθητικό συντονισμό», που συνδυάζει τη συμφωνία με την ενσυναίσθηση, μία ακόμα προσωποκεντρική συνθήκη. Ο Rogers (1980) περιέγραψε την ενσυναίσθηση ως την ακριβή αίσθηση των συναισθημάτων και των προσωπικών νοημάτων που βιώνει ο πελάτης. Ο συντονισμός ή η αυθεντικότητα μπορεί να συμβεί μόνο σε ένα περιβάλλον «άνευ όρων θετικής εκτίμησης», τρίτη θεραπευτική συνθήκη του Rogers, που επιτρέπει στους πελάτες να νιώσουν αυτό που νιώθουν και να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται. Ο Cozolino (2010) δήλωσε ότι ο ενσυναισθητικός συντονισμός παρέχει το θεραπευτικό περιβάλλον που είναι βέλτιστο για νευροπλαστικότητα. Έρευνες στον τομέα της επιγενετικής προσφέρουν στοιχεία ότι οι βασικές συνθήκες που πρότεινε ο Carl Rogers ως απαραίτητες για μια αποτελεσματική ψυχοθεραπεία είναι συνθήκες που προκαλούν πραγματικά «επούλωση» σε κυτταρικό επίπεδο (Behm & Behm, 2012).
Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη θεραπευτική συνθήκη της ενσυναίσθησης, φαίνεται ότι το νευρωνικό αποτύπωμα της ικανότητας να νιώθουμε ενσυναίσθηση υπάρχει, και ονομάζεται «κατοπτρικοί νευρώνες», η ενεργοποίηση των οποίων επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώσει αυτό που βλέπει να βιώνει κάποιος άλλος άνθρωπος, σαν να το βίωνε ο ίδιος (Gallese & Sinigaglia, 2011). Έτσι, οι κατοπτρικοί νευρώνες θεραπευτή και πελάτη έχουν μία διττή λειτουργία στη θεραπεία, καθώς συμβάλλουν στη μάθηση και στη μνήμη: ο θεραπευτής μπορεί να αντιληφθεί το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του πελάτη και να του το καθρεφτίσει με περισσότερη ακρίβεια, αλλά και ο πελάτης να μιμηθεί το περιβάλλον και τον τρόπο ύπαρξης με τον οποίο τον αντιμετωπίζει ο θεραπευτής και να αντιμετωπίζει με τις ίδιες συνθήκες ο ίδιος τον εαυτό του.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Rogers (1959), δεν αρκεί η ύπαρξη των συνθηκών στη θεραπεία, αλλά θα πρέπει αυτές να γίνονται αντιληπτές και να βιώνονται από τον πελάτη, ώστε να λειτουργούν. Ο Dan Siegel (1999), ο επιστήμονας/κλινολόγος που ανέπτυξε τη διαπροσωπική νευροβιολογία, ορίζει τη συνεργατική επικοινωνία ως τον ακριβή συντονισμό των απαντήσεων μεταξύ των προσώπων, ώστε το άτομο να έχει την εμπειρία ότι κάποιος το συναισθάνεται. Η διαπροσωπική νευροεπιστήμη ανασυνθέτει την ιδέα της Peplau για τη σχέση ιατρού-ασθενούς ως θεραπευτική, εκκινώντας με την παρουσία όπου η νοσοκόμα με μη λεκτικούς τρόπους στέλνει το μήνυμα στον ασθενή ότι «Είμαι εδώ και είμαι διαθέσιμη, δεν κρίνω, απλώς ακούω» (Delaney & Ferguson, 2014). Ειδικότερα, η Peplau (1989) πίστευε ότι η εστίαση στον ασθενή διευκολύνει την κατανόηση της άποψης του για τον εαυτό του μέσα από ερωτήσεις σχετικά με το ποιος, τι και πού. Όμοια, η προσωποκεντρική προσέγγιση, εκπορεύεται από τις έννοιες της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού και θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης το άτομο και τις αφηγήσεις του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012), δίνοντας τη δυνατότητα στο άτομο να μιλήσει για τον εαυτό του και να κάνει συνειδητές τις αντιλήψεις του.
Η σχέση μεταξύ ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου κατέχει εξέχοντα ρόλο στις ψυχοθεραπευτικές θεωρίες (Horvath, 2005), ενώ φαίνεται να είναι ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι η θεραπευτική σχέση συμβάλλει ουσιαστικά και σταθερά στο θεραπευτικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από το είδος της ψυχοθεραπείας που ακολουθείται (Norcross & Lambert, 2018). Ιδιαίτερα στην προσωποκεντρική σκέψη, θεωρία και πράξη, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και πελάτη αποτελεί και το σημείο της ίασης. Τη σημαντικότητα της σχέσης στη θεραπεία φαίνεται να υποστηρίζουν σταθερά και τα ευρήματα των νευροεπιστημών. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πνευμονογαστρικού Νεύρου (Polyvagal Theory) του Porges (2011), όταν οι πελάτες αισθάνονται ότι «συναντήθηκαν» συναισθηματικά με τον ψυχοθεραπευτή, ο εγκέφαλος εγκαθιδρύει μια κατάσταση ασφάλειας, που επιτρέπει την εδραίωση εμπιστοσύνης και ανοιχτότητας (Σκαλή & Μωρόγιαννης, 2021).
Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία κατέχει η θεραπευτική παρουσία (Dunn, Callahan, Swift, & Ivanovic, 2013), που αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης του ψυχοθεραπευτή μέσα στη σχέση (Geller, 2017). Λίγο πριν το τέλος της ζωής του ο Rogers ανέφερε ότι η παρουσία του ψυχοθεραπευτή είναι ίσως μία συνθήκη που εμπεριέχει όλες τις προηγούμενες (Baldwin, 2000). Σύμφωνα με τους Geller & Porges (2014), όταν η θεραπευτική παρουσία κοινοποιείται μέσω σημάτων επικοινωνίας, για παράδειγμα, εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και προσωδίες, οι αμυντικοί μηχανισμοί μειώνονται και αυξάνεται το αίσθημα ασφάλειας, με αποτέλεσμα να ισχυροποιείται η θεραπευτική σχέση και να δημιουργούνται βέλτιστες συνθήκες για την ανάπτυξη του πελάτη.
Ακόμα, στη μετεξέλιξη της προσωποκεντρικής θεωρίας συμπεριλαμβάνεται αυτό που περιγράφει ο Mearns (1996) ως «σχεσιακό βάθος» και αφορά τις στιγμές όπου ο ψυχοθεραπευτής και ο πελάτης συναντιούνται με μεγάλη εγγύτητα και σύνδεση. Συγκεκριμένα, οι πελάτες περιγράφουν αυτές τις στιγμές με λόγια όπως: «αισθάνθηκα ότι με ένιωσαν πραγματικά», «αισθάνθηκα ότι ο ψυχοθεραπευτής αποτελεί κομμάτι του εαυτού μου» (Carrick, 2007). Η ανάπτυξη του σχεσιακού βάθους σε μια τέτοια σχέση επιτρέπει σταδιακά στον πελάτη να τολμήσει να εμφανίσει μη αναγνωρισμένα ή μη αποδεκτά στοιχεία του εαυτού του, εφόσον γνωρίζει ότι αυτά σε ένα ασφαλές περιβάλλον θα τύχουν αποδοχής και αναγνώρισης (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).
Η διαπροσωπική νευροβιολογία αναγνωρίζει, ακόμα, τη σημασία της αφήγησης δίνοντας έμφαση στο ρόλο που έχει η αυτοβιογραφική μνήμη στην αίσθηση συνοχής του ατόμου σε βάθος χρόνου (Delaney & Ferguson, 2014). Η μνήμη επηρεάζει την αίσθηση του εαυτού, καθώς η αυτοβιογραφική μνήμη διευκολύνει την αίσθηση του ποιος είναι κανείς διαχρονικά, μια αίσθηση που ξεδιπλώνεται στις ιστορίες της ζωής μας (Siegel, 2007). Η οικοδόμηση μιας αίσθησης συνοχής του εαυτού σε βάθος χρόνου είναι μέρος της διαδικασίας θεραπείας. Αυτή η ικανότητα να αφηγούμαστε τη ζωή μας στον εαυτό μας είναι ένα κρίσιμο στοιχείο αντίληψης του εαυτού ως «συνεκτικού», αφού μέσω αυτής της ενσωμάτωσης των ιστοριών της ζωής μας συνειδητοποιούμε με ποιο τρόπο τα γεγονότα του παρελθόντος επηρεάζουν τις τρέχουσες εμπειρίες μας (Siegel, 2006).
Ο προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής παρέχει άνευ όρων αποδοχή στις εμπειρίες του πελάτη και τις περιγραφές του σχετικά με την πραγματικότητά του, καθώς μπορεί να υπάρχουν πολλαπλές ταυτότητες που πρέπει να γίνουν δεκτές στη θεραπεία, χωρίς να διαγραφεί κάποια επιλεκτικά από τις προκαταλήψεις του ίδιου του θεραπευτή (Lago & Smith, 2010). Αυτή η συνθήκη επιτρέπει στον πελάτη να είναι πλούσιος και λεπτομερής στις αφηγήσεις του, χωρίς να υπάρχει ο φόβος της επίκρισης που συναντά συνήθως εκτός της θεραπευτικής συνεδρίας, στην καθημερινή ζωή. Αυτή η διευκόλυνση της μετάβασης της εμπειρίας στη συνειδητότητα, καλείται «συμβολοποίηση», επειδή πρόκειται για τη συμβολική αναπαράστασή της εμπειρίας στη συνείδηση (Μπρούζος, 2004). Ο προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής διευκολύνοντας την ακριβή συμβολοποίηση και βοηθώντας τον πελάτη να διατηρήσει αυτήν την εμπειρία στη συνειδητότητά του, ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη μιας πιο συνεπούς αυτοαντίληψης (Carrick, 2007).
Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο ορίζει ένα γεγονός ή ένα συμβάν επηρεάζεται από συσχετίσεις με το γεγονός, αναμνήσεις, που λειτουργούν τόσο εντός όσο και εκτός επίγνωσης, καθώς και από συναισθήματα που σχετίζονται με αυτό (Delaney & Ferguson, 2014). Οι λειτουργίες του εγκεφάλου επηρεάζουν τη συμπεριφορά και η συμπεριφορά επιδρά στη γονιδιακή έκφραση, η οποία με τη σειρά της αλλάζει τη συναπτική σύνδεση στην οποία βασίζονται οι αντιδράσεις μας, οι αναμνήσεις μας και τα ιδιοσυγκρασιακά μας χαρακτηριστικά (Σεληνιωτάκη & Νέστορος, 2017). Ένας σύμβουλος-ψυχοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει να ανέλθουν υποσυνείδητες σκέψεις στη συνείδηση, ανοίγοντας το δρόμο στον πελάτη να επιλέξει να αποδεχτεί ή να απορρίψει αυτές τις σκέψεις. Μέσω της συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, τα μοτίβα σκέψεων που δεν είναι πλέον χρήσιμα μπορούν να αποδομηθούν και να αναπτυχθούν νέοι τρόποι ύπαρξης (Presbury, Echterling, & McKee, 2008). Φαίνεται πως η σύνδεση με τους πελάτες με προσεκτικό, ανοιχτό, συμπονετικό και μη επικριτικό τρόπο παρέχει ένα μονοπάτι προς την ευεξία (Dziopa & Ahern, 2008). Ο παραπάνω τρόπος με ισχυρή, πλέον, ερευνητική υποστήριξη, μοιάζει στα αλήθεια να περιγράφει έναν προσωποκεντρικό ψυχοθεραπευτή.
Βιβλιογραφία
Baldwin, M. (2000). Interview with Carl Rogers on the use of the self in therapy. In M. Baldwin (Ed.), The use of self in therapy (2nd. Ed.) (pp.29-38). New York: Haworth Press.
Barsaglini, A., Sartori, G., Benetti, S., Pettersson-Yeo, W., & Mechelli, A. (2014). The effects of psychotherapy on brain function: a systematic and critical review. Progress in neurobiology, 114, 1–14. https://doi.org/10.1016/j.pneurobio.2013.10.006
Behm, J., & Behm (2012). Rogers Revisited: The Genetic Impact of the Counseling Relationship.
Borghol, N., Suderman, M., McArdle, W., Racine, A., Hallett, M., Pembrey, M., Hertzman, C., Power, C., & Szyf, M. (2012). Associations with early-life socio-economic position in adult DNA methylation. International journal of epidemiology, 41(1), 62–74. https://doi.org/10.1093/ije/dyr147
Carrick, L. (2007). Crisis Intervention. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & G. Wyatt (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 293-304). Palgrave Macmillan.
Cecil, C. A., Smith, R. G., Walton, E., Mill, J., McCrory, E. J., & Viding, E. (2016). Epigenetic signatures of childhood abuse and neglect: Implications for psychiatric vulnerability. Journal of Psychiatric Research, 83, 184–194. https://doi.org/10.1016/j.jpsychires.2016.09.010
Cozolino, L. (2010). The neuroscience of psychotherapy: Healing the social brain. (2nd ed.). New York, NY: W.W. Norton.
Delaney, Κ. R., & Ferguson, J. (2014). Peplau and the brain: Why Interpersonal Neuroscience provides a useful language for the relationship process. Journal of Nursing Education and Practice. 4. 10.5430/jnep.v4n8p145.
Dunn, R., Callahan, J. L., Swift, J. K., & Ivanovic, M. (2013). Effects of pre-session centering for therapists on session presence and effectiveness. Psychotherapy Research, 23(1), 78–85.
Dziopa, F., Ahern, K. (2008). What Makes a Quality Therapeutic Relationship in Psychiatric/Mental Health Nursing: A Review of the Research Literature. The Internet Journal of Advanced Nursing Practice.
Esposito, E. A., Jones, M. J., Doom, J. R., MacIsaac, J. L., Gunnar, M. R., & Kobor, M. S. (2016). Differential DNA methylation in peripheral blood mononuclear cells in adolescents exposed to significant early but not later childhood adversity. Development and Psychopathology, 28(4pt2), 1385–1399. https://doi.org/10.1017/s0954579416000055
Essex, M. J., Boyce, W. T., Hertzman, C., Lam, L. L., Armstrong, J. M., Neumann, S. M., & Kobor, M. S. (2013). Epigenetic vestiges of early developmental adversity: Childhood stress exposure and DNA methylation in adolescence. Child Development, 84(1), 58–75. https://doi.org/10.1111/ j.1467-8624.2011.01641.x
Feinstein, D., & Church, D. (2010). Modulating gene expression through psychotherapy: The contribution of noninvasive somatic interventions. Review of General Psychology, 14(4), 283-295.
Gallese, V., & Sinigaglia, C. (2011). What is so special about embodied simulation? Trends Cogn.Sci. 15, 512–519. https://doi.org/10.1016/j.tics.2011.09.003
Geller, S. M. (2017). A practical guide to cultivating therapeutic presence. Washington, DC: American Psychological Association.
Geller, S., & Porges, S. (2014). Therapeutic Presence: Neurophysiological Mechanisms Mediating Feeling Safe in Therapeutic Relationships. Journal of Psychotherapy Integration. 24. 178-192. https://doi.org/10.1037/a0037511
Hompes, T., Izzi, B., Gellens, E., Morreels, M., Fieuws, S., Pexsters, A., Schops, G., Dom, M., Van Bree, R., Freson, K., Verhaeghe, J., Spitz, B., Demyttenaere, K., Glover, V., Van den Bergh, B., Allegaert, K., & Claes, S. (2013). Investigating the influence of maternal cortisol and emotional state during pregnancy on the DNA methylation status of the glucocorticoid receptor gene (NR3C1) promoter region in cord blood. Journal of psychiatric research, 47(7), 880–891. https://doi.org/10.1016/j.jpsychires.2013.03.009
Horvath, A. O. (2005). The therapeutic relationship: Research and theory – An introduction to the Special Issue. Psychotherapy Research. 15. 3-7. https://doi.org/10.1080/10503300512331339143
Joseph, S., & Worsley, R. (2005). Psychopathology and the Person-Centred Approach: Building Bridges Between Disciplines. In S. Joseph, & R. Worsley, Person-centred psychopathology: A positive psychology of mental health (pp. 1-8). Ross-on-Wye. England: PCCS Books.
Kempermann, G., Gast, D., & Gage, F. H. (2002). Neuroplasticity in old age: sustained fivefold induction of hippocampal neurogenesis by long-term environmental enrichment. Annals of Neurology, 52(2), 135-43.
Kumsta, R. (2019). The role of epigenetics for understanding mental health difficulties and its implications for psychotherapy research. Psychology and psychotherapy, 92(2), 190–207. https://doi.org/10.1111/papt.12227
Kumsta, R., Marzi, S. J., Viana, J., Dempster, E. L., Crawford, B., Rutter, M., … Sonuga-Barke, E. J. (2016). Severe psychosocial deprivation in early childhood is associated with increased DNA methylation across a region spanning the transcription start site of CYP2E1. Translational Psychiatry, 6, e830. https://doi.org/10.1038/tp.2016.95
Lago, C., Smith, B. (2010). Anti-Discriminatory Practice in Counselling & Psychotherapy. Sage Publications.
Linden, D., E., J. (2006). How psychotherapy changes the brain-the contribution of functional neuroimaging. Molecular Psychiatry, 11, 528-538. https://doi.org/10.1038/sj.mp.4001816
Mearns, D. (1996). Working at relational depth with clients in person-centred therapy. Counselling, 4, 3006-11.
Norcross, J. C., & Lambert, M. J. (2018). Psychotherapy relationships that work III. Psychotherapy, 55(4), 303-315. http://dx.doi.org/10.1037/pst0000193
Ouellet-Morin, I., Wong, C. C., Danese, A., Pariante, C. M., Papadopoulos, A. S., Mill, J., & Arseneault, L. (2013). Increased serotonin transporter gene (SERT) DNA methylation is associated with bullying victimization and blunted cortisol response to stress in childhood: A longitudinal study of discordant monozygotic twins. Psychological Medicine, 43, 1813–1823. https://doi.org/10. 1017/S0033291712002784
Peplau, H. (1989). Interpersonal relationships: The purpose and characteristics of professional nursing. In O’Toole AW, Welt SR, editors. Interpersonal theory in nursing practice: Selected works of Hildegard E. Peplau. New York: Springer; 1989; 42-55. (Reprinted from Paper presented at Council of Hospital Services, Washington, D.C., February, 1965)
Peres, J. F. P., Newberg, A. B., Mercante, J. P., Simão, M., Albuquerque, V. E., Peres, M. J. P., & Nasello, A. G. (2007). Cerebral blood flow changes during retrieval of traumatic memories before and after psychotherapy: a SPECT study. Psychological Medicine, 37(10), 1481-91.
Porges, S. W. (2011). The Polyvagal theory: Neurophysiological foundations of emotions, attachment, communication, self-regulation. New York: Norton & company.
Presbury, J., Echterling, L. G., & McKee, J. (2008). Beyond brief counseling and therapy: An integrated approach. Upper Saddle River, NJ: Pearson Education.
Rijlaarsdam, J., Pappa, I., Walton, E., Bakermans-Kranenburg, M. J., Mileva-Seitz, V. R., Rippe, R. C., … van, I. M. H. (2016). An epigenome-wide association meta-analysis of prenatal maternal stress in neonates: A model approach for replication. Epigenetics, 11, 140–149. https://doi.org/10. 1080/15592294.2016.1145329
Rogers, C. R. (1951). Theory of Personality and Behaviour. In C. Rogers, Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory (pp. 481-533). London: Constable.
Rogers, C. R. (1959). A Theory of Therapy, Personality, and Interpersonal Relationships, as Developed in the Client-Centred Framework. In H. Kirschenbaum & V.L. Henderson (eds.), The Carl Rogers Reader (pp. 236 – 257). London: Constable.
Rogers, C. R. (1980). A way of being. New York, NY: Houghton Mifflin
Siegel, D. J. (1999). The developing mind. New York: Guilford Press
Siegel, D. J. (2006). An interpersonal neurobiology approach to psychotherapy: Awareness, mirror neurons, and neural plasticity in the development of well-being. Psychiatric Annals, 36(4), 248–256.
Siegel, D. J. (2007). The mindful brain. Reflection and attunement in the cultivation of well being. New York: W.W. Norton.
Skottnik, L., & Linden, D. (2019). Mental Imagery and Brain Regulation-New Links Between Psychotherapy and Neuroscience. Frontiers in psychiatry, 10, 779. https://doi.org/10.3389/fpsyt.2019.00779
Ιωσηφίδη Π., Ιωσηφίδης Ι., (2012). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος & Φ. Αναγνωστόπουλος, Προσωπικότητα: Θεωρίες, Κλινική Πρακτική και Έρευνα. Εκδόσεις Παπαζήση.
Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική- Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Εκδοσεις Τυπωθήτω. ISBN:960-402-158-3
Σεληνιωτάκη, & Νέστορος (2017). The neuroscientific substrate of psychotherapy: mechanisms and brain areas affected by psychotherapeutic processes. Psychology: the Journal of the Hellenic Psychological Society, 22(2), 1-14. https://doi.org/10.12681/psy_hps.23251
Σκαλή, Θ., & Μωρόγιαννης, Κ. (επιμ.) (2021). Ομαδική Ψυχοθεραπεία και Διαπροσωπική Νευροβιολογία. Αθήνα: Τόπος.