Άρθρο: Ελίνα Κατσαδούρη,
Ψυχολόγος MSc
Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξόπουλος Τσώρας,
Φιλόλογος
Οι άνθρωποι διαθέτουμε ένα ρεπερτόριο κοινωνικών και προσωπικών ταυτοτήτων, ανάλογα με τις ομάδες που ανήκουμε ή τις στενές σχέσεις και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων ορίζουμε τους εαυτούς μας. Εντούτοις, αν και έχουμε πολλές διακριτές κοινωνικές και προσωπικές ταυτότητες, αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ένα ενιαίο ολοκληρωμένο πρόσωπο (Hogg & Vaughan, 2010). Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας έχει αναπτυχθεί ως ίσως η πιο επιφανής σύγχρονη κοινωνικο-ψυχολογική ανάλυση των ομαδικών διαδικασιών (Tajfel, 1974; Tajfel & Turner, 1979). Η κοινωνική ταυτότητα αποτελείται «από εκείνες τις όψεις της αυτοεικόνας ενός ατόμου που προέρχονται από τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες το άτομο θεωρεί ότι ανήκει» (Tajfel & Turner, 1979). Οι κοινωνικές ταυτότητες δεν περιγράφουν μόνο χαρακτηριστικά, αλλά επίσης υπαγορεύουν τι πρέπει κάποιος να σκέπτεται και πώς να συμπεριφέρεται ως μέλος μιας ομάδας (Hogg & Vaughan, 2010).
Ο μηχανισμός μέσω του οποίου τα κοινωνικά υποκείμενα κατασκευάζουν την πραγματικότητα τους σε συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες, είναι αυτός των «κοινωνικών αναπαραστάσεων». Η μελέτη των κοινωνικών αναπαραστάσεων μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς η πραγματικότητα αναπαρίσταται από το άτομο ή την ομάδα, ανάλογα με το εκάστοτε σύστημα αξιών, την ιστορία και το κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο που περιβάλλει το άτομο ή την ομάδα (Abric, 1994). Σύμφωνα με τη Jodelet (1984), οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αποτελούν θεωρίες που χρησιμεύουν στο να ερμηνεύουμε τον κόσμο μας, να δίνουμε νόημα στο αναπάντεχο και να ερμηνεύουμε την καθημερινή μας πραγματικότητα. Η κατασκευή των κοινωνικών αναπαραστάσεων αποτελεί μια δυναμική διαδικασία ανάμεσα στο κοινωνικό υποκείμενο και το κοινωνικό αντικείμενο, καθώς το υποκείμενο ανακατασκευάζει την πραγματικότητα μέσα από κωδικούς, από αξίες, από το «κουτί εργαλείων» («boîte-à-outils») που του προσφέρει η κοινωνία (Bruner, 1990). Κάθε κοινωνική κατασκευή περιλαμβάνει συμβολικές, συναισθηματικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές πτυχές, αφού το υποκείμενο χρησιμοποιεί συστήματα σκέψης που προϋπάρχουν («déjà-là») (Jodelet, 1989), δηλαδή συστήματα που προέρχονται από το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει το υποκείμενο.
Ένας ψυχοθεραπευτής δεν ξεφεύγει από τις προϋπάρχουσες κοινωνικές αναπαραστάσεις και ταυτότητές του, καθώς είναι και ο ίδιος ένα κοινωνικό υποκείμενο που ζει σε συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες και ανήκει σε συγκεκριμένες ομάδες και διαθέτει κάποιες ταυτότητες. Σύμφωνα με τους Lago & Hirai (2013), όταν ένας θεραπευτής εργάζεται με έναν πελάτη από διαφορετική ομάδα, τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς μπορεί ο θεραπευτής να προσφέρει ζεστασιά και αποδοχή σε έναν πελάτη που ανήκει σε μια ομάδα για την οποία έχει έντονα αρνητικά συναισθήματα; Σε αυτή την περίπτωση, πώς θα μπορούσε να προσφέρει αυθεντικότητα και διαφάνεια στην σχέση του με τον πελάτη; Τι επιρροή έχει στον πελάτη η εμπειρία της συνεργασίας με άτομα που δεν ανήκουν στην ομάδα του ή προέρχονται από την ομάδα της πλειοψηφίας;
Οι πολιτισμικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ πελάτη και θεραπευτή είναι πολλές (π.χ. φυλή, φύλο, εθνικότητα, σεξουαλικός προσανατολισμός, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο, θρησκεία και γλώσσα). Επομένως, η ύπαρξη πολιτισμικών διαφορών γίνεται αναπόφευκτη σε οποιαδήποτε ψυχοθεραπευτική σχέση (Gonzalez, Biever, & Gardner, 1994; Pedersen, 2001), γεγονός που καθιστά την πολιτισμική ταυτότητα χρήσιμο πεδίο προς ανάλυση. Ο Rohner (1984) όρισε τον πολιτισμό ως ένα εξαιρετικά μεταβλητό σύνολο στοιχείων που μαθαίνονται και μοιράζονται από μια ομάδα ανθρώπων και που αντιπροσωπεύει έναν τρόπο ζωής που μπορεί να μεταδοθεί από τη μια γενιά στην άλλη. Τόσο για τον θεραπευτή όσο και για τον θεραπευόμενο, οι πολιτισμικοί παράγοντες είναι ρευστοί, δυναμικοί και διαδραστικοί, καθώς τα ανθρώπινα όντα είναι όλοι ενεργοί συμμετέχοντες στη διαμόρφωση της προσωπικής και συλλογικής κουλτούρας (Ho, 1995). Ακόμα, η πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να εκφράζεται διαφορετικά από άτομα από παρόμοιες κοινωνικές ομάδες, λόγω της αλληλεπίδρασης με άλλους παράγοντες ταυτότητας (Ho, 1995; Collins & Arthur, 2005).
Ασκώντας την ψυχοθεραπεία με πελάτες με διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες, φαίνεται να είναι βοηθητικό οι θεραπευτές να κατανοούν αυτή τη διαδικασία ως μια συνάντηση. Ο Rogers (1962) κατανοεί τη θεραπεία ως μια συνάντηση, μια μορφή ενός ιδιαίτερου τρόπου σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, τον μοναδικό επαρκή τρόπο αναγνώρισης και κατανόησης ενός ανθρώπου από έναν άλλον άνθρωπο. Ο Romano Guardini (1955) όρισε τη συνάντηση ως μια ενθουσιώδη επαφή με την πραγματικότητα του Άλλου: συνάντηση σημαίνει ότι κάποιος αγγίζεται από την ουσία του αντίθετου. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρχει μια μη στοχευμένη ανοιχτότητα και μια απόσταση που οδηγεί στον ενθουσιασμό. Έτσι, η συνάντηση είναι πάντα ένα ρίσκο, μια περιπέτεια που περιέχει έναν δημιουργικό σπόρο, μια σημαντική ανακάλυψη κάτι νέου. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η συγγένεια όσο και η αποξένωση μπορούν να βιωθούν ταυτόχρονα (Schmid, 2013). Μία από τις συνέπειες του να βλέπεις τον άνθρωπο ως πρόσωπο σημαίνει να τον αναγνωρίζεις πραγματικά ως Άλλο, ως ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Μόνο όταν εκτιμάται αυτό το γεγονός της θεμελιώδους διαφοράς γίνεται δυνατή η συνάντηση και η κοινότητα (Schmid, 2013). Η ψυχοθεραπεία είναι το ξετύλιγμα ενός διαλόγου, η επουλωτική εμπειρία της συνειδητοποίησης του «Εμείς», το οποίο συμβαίνει μέσα από τις βασικές θεραπευτικές συνθήκες και την θεραπευτική παρουσία (Schmid, 2013).
Επιπλέον, για την επίτευξη μιας θεμελιώδους σχεσιακής κατανόησης του ανθρώπου, οι Dave Mearns & Mick Cooper (2005) ανέπτυξαν την έννοια του «σχεσιακού βάθους». Συγκεκριμένα, το σχεσιακό βάθος είναι μια κατάσταση βαθιάς επαφής μεταξύ των ανθρώπων, στην οποία κάθε άτομο είναι πλήρως παρόν, ικανό να κατανοήσει και να εκτιμήσει τις εμπειρίες του Άλλου σε υψηλό επίπεδο. Η έννοια του σχεσιακού βάθους τονίζει την αναγκαιότητα να συναντήσει ο θεραπευτής τον πελάτη ως ένα μοναδικό, γνήσιο ανθρώπινο ον, «αντίθετο» από τον εαυτό του. Χρειάζεται λοιπόν αυθεντικότητα και από την πλευρά του θεραπευτή, στο επίπεδο της αυτογνωσίας (Schmid, 2013). Η έννοια της θεραπευτικής παρουσίας ακόμα είναι βοηθητική, καθώς συνεπάγεται ότι ο θεραπευτής είναι αφυπνισμένος πλήρως και συντονισμένος στο παρόν και δεν επιβάλλει προκατασκευασμένες τεχνικές ή μια απαθή στάση (Schmid, 2013).
Ακόμα, η επίγνωση της προσωπικής κουλτούρας του θεραπευτή, αλλά και η επίγνωση της κουλτούρας του πελάτη, αναγνωρίζονται ως θεμελιώδεις για την πολυπολιτισμική συμβουλευτική ικανότητα (American Psychological Association, 2002). Οι θεραπευτές μπορούν να αναπτύξουν «πολιτισμικές ικανότητες» και μόλις αποκτηθούν τέτοιες ικανότητες, η αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας με διαφορετικούς πελάτες αυξάνεται (Sue, 1998). Το συμβουλευτικό μοντέλο που προτείνουν οι Collins & Arthur (2010) σχετικά με την πολυπολιτισμική ψυχοθεραπεία, υπογραμμίζει την ανάπτυξη τριών βασικών ικανοτήτων από τον θεραπευτή: πολιτισμική επίγνωση στο επίπεδο του Εαυτού (ενεργή επίγνωση προσωπικών υποθέσεων, αξιών και προκαταλήψεων), πολιτισμική επίγνωση στο επίπεδο του Άλλου (κατανόηση της κοσμοθεωρίας του πελάτη) και πολιτισμικά ευαίσθητη θεραπευτική συμμαχία.
Είναι σημαντικό οι θεραπευτές να διερευνούν ενεργά τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους κατά την παροχή θεραπείας σε πελάτες που προέρχονται από διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Με αυτόν τον τρόπο, θα είναι πιο συντονισμένοι με τα δικά τους επίπεδα άνεσης όσον αφορά την αντιμετώπιση των πολιτισμικών διαφορών (La Roche & Maxie, 2003), καθώς το να αντιμετωπίζεις και να ονομάζεις τον άλλον ως «διαφορετικό» επηρεάζει βαθιά τα επίπεδα άνεσης και τον τρόπο με τον οποίο ο θεραπευτής ξεκινά τη δουλειά του με τον πελάτη (Lago & Hirai, 2013). Ακόμα, οι θεραπευτές είναι σημαντικό να διαθέτουν κάποιες βασικές γνώσεις για την κουλτούρα των πελατών τους (Atkinson & Lowe, 1995), συμπεριλαμβανομένης της κατανόησης των κοινωνικοπολιτικών επιρροών. Ιδιαίτερα θεραπευτές που προέρχονται από πλειοψηφικές κοινωνικές ομάδες, πολύ πιθανόν να αντιμετωπίζουν κομβικές προκλήσεις στις δικές τους υποθέσεις, απόψεις και προκαταλήψεις (Lago, 2010). Μάλιστα, σε αυτή την περίπτωση υπάρχει και ο κίνδυνος ο πελάτης να εκτεθεί για άλλη μια φορά σε όλους τους μηχανισμούς διακρίσεων με τους οποίους είναι τόσο εξοικειωμένος κατά τη διάρκεια της ζωής του και από τους οποίους έχει πληγωθεί βαθιά (Lago & Hirai, 2013).
Η συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία σχετικά με διαφορετικές ομάδες απαιτεί από τους θεραπευτές να ενισχύσουν την συνειδητότητά τους ως προς τη δική τους ταυτότητα, τις θεραπευτικές τους δεξιότητες και τη βάση των στάσεών τους, καθώς και να ενημερωθούν για τις συγκεκριμένες μειονοτικές ομάδες πελατών με τις οποίες συνεργάζονται (Lago & Hirai, 2013). Και αυτό γιατί, έτσι προστατεύονται από το να καταφύγουν σε προκαταλήψεις, στερεότυπα και ειδήμονες θέσεις εις βάρος των πελατών τους. Ο Carter (1995) υποστηρίζει ότι τα επίπεδα επίγνωσης της ταυτότητας των θεραπευτών είναι κρίσιμα για το αποτέλεσμα της θεραπείας: όσο πιο μπροστά είναι ο θεραπευτής στο θέμα της επίγνωσης της ταυτότητας του σε σύγκριση με τον πελάτη, τόσο το καλύτερο αποτέλεσμα θα έχει η θεραπεία. Αν κατανοήσουμε την ψυχοθεραπεία ως ένα θεραπευτικό τόπο συνάντησης μεταξύ δύο διαφορετικών προσώπων και λάβουμε υπόψη τη φράση του Levinas (1983) ότι «το να συναντάς έναν άνθρωπο, σημαίνει να είσαι αφυπνισμένος από ένα αίνιγμα», τότε οφείλουμε ως θεραπευτές να αφήσουμε στην άκρη προκατασκευασμένες αντιλήψεις, να αναγνωρίσουμε και να εξετάσουμε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις μας και να δώσουμε χώρο στην ιστορία του Άλλου προσώπου να ακουστεί.
Βιβλιογραφία
Abric, J.-C. (1994). Pratiques sociales et représentations. Paris: PUF.
American Psychological Association. (2002). Guidelines on multicultural education, training, research, practice, and organizational change for psychologists.
Atkinson, D. R., & Lowe, S. M. (1995). The role of ethnicity, cultural knowledge, and conventional techniques in counseling and psychotherapy. In J. G. Ponterotto, J. M. Casas, L. A. Suzuki, & C. M. Alexander (Eds.), Handbook of multicultural counseling (pp. 387–414). Thousand Oaks, CA: Sage.
Bruner, J. (1990). Car la culture donne forme à l’esprit. ESHEL, Paris.
Carter, R. T. (1995). The influence of race and racial identity in psychotherapy: Toward a racially inclusive model. New York: Wiley.
Collins, S. & Arthur, N. (2010). Culture-infused counselling: A model for developing multicultural competence. Counselling Psychology Quarterly, 23:2, 217-233. DOI: 10.1080/09515071003798212
Collins, S., & Arthur, N. (2005). Multicultural counselling competencies: A framework for professional development. In N. Arthur & S. Collins. (Eds.), Culture-infused counselling: Celebrating the Canadian mosaic (pp. 41–102). Calgary, AB: Counselling Concepts.
Gonzalez, R. C., Biever, J. L., & Gardner, G. T. (1994). The multicultural perspective in therapy: A social constructivist approach. Psychotherapy, 31, 515–524.
Guardini, R. (1955). Die Begegnung: Ein Beitrag zur Struktur des Daseins. Hochland, 47(3), 224-34.
Ho, D.Y.F. (1995). Internalized culture, culturocentrism, and transference. The Counseling Psychologist, 23(1), 4–24.
Hogg, M.A., & Vaughan, G.M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Jodelet, D. (1984). Représentation sociale: Phénomène, Concept et Théorie. In S. Moscovici (Ed.), Psychologie Sociale (pp. 357-378). Paris: Presses Universitaires de France.
Jodelet, D. (1989). Folies et représentations sociales. Paris: PUF.
La Roche, M. J., & Maxie, A. (2003). Ten considerations in addressing cultural differences in psychotherapy. Professional Psychology: Research and Practice, 34(2), 180–186. https://doi.org/10.1037/0735-7028.34.2.180
Lago, C. (2010). On developing our empathic capacities to work inter-culturally and inter-ethnically: Attempting a map for personal and professional development. Psychotherapy and Politics International, 8(1), 73-85).
Lago, C., Hirai, T. (2013). In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & A. C. Bohart (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 66–83). New York: Palgrave Macmillan.
Levinas, E. (1983). Die Spur des Anderen: Untersuchungen zur Phanomenologie und Sozialphilosophie. Freiburg: Alber.
Mearns, D., & Cooper, M. (2005). Working at relational depth in counselling and psychotherapy. London: Sage.
Pedersen, P. (2001). Multiculturalism and the paradigm shift in counselling: Controversies and alternative futures. Canadian Journal of Counselling, 35(1), 15–25.
Rogers, C. R. (1962). Some learnings from a study of psychotherapy with schizophrenics. Pennsylvania Psychiatric Quarterly, (Summer), 3-15.
Rohner, R. P. (1984). Toward a conception of culture for cross-cultural psychology. Journal of Cross-Cultural Psychology, 15, 111–138.
Schmid, P. F. (2013). The anthropological, relational and ethical foundations of person-centred therapy. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & A. C. Bohart (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 66–83). New York: Palgrave Macmillan.
Sue, S. (1998). In search of cultural competence in psychotherapy and counseling. American Psychologist, 53, 440–448.
Tajfel, H. (1974). Social identity and intergroup behaviour. Social Science Information/sur les sciences sociales, 13(2), 65–93. https://doi.org/10.1177/053901847401300204
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In W. G. Austin, & S. Worchel (Eds.), The social psychology of intergroup relations (pp. 33-37). Monterey, CA: Brooks/Cole.