Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Αναζητώντας μια/έναν θεραπεύτρια/-τή με φεμινιστική προσέγγιση στην Ελλάδα —μια χώρα που συχνά παρουσιάζει έντονο συντηρητισμό, μισογυνισμό και ομο-/τρανσφοβία— είχα την ευχάριστη έκπληξη να συναντήσω τον κλινικό ψυχολόγο και Προσωποκεντρικό ψυχοθεραπευτή Γεώργιο Φραγκάκη, γνωστό κι ως Πρεμ Άντρι. Η ευρεία εμπειρία και η δέσμευσή του προς την ένταξη και τη διαφορετικότητα με εντυπωσίασαν. Είτε ως εργαζόμενος υποστήριξης για τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα είτε στον τομέα της ψυχικής υγείας και του ακαδημαϊκού χώρου, η προσέγγισή του είναι βαθιά ριζωμένη στην ευαισθησία, την ενσυναίσθηση και τον ακτιβισμό. Επιπλέον, η συμμετοχή του σε διάφορες οργανώσεις και δράσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί απόδειξη της δέσμευσής του για προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ανάπτυξη.

Σε αυτή την αποκλειστική συνέντευξη, θα εξετάσουμε τη μοναδική προσέγγιση του Πρεμ Άντρι στην ψυχοθεραπεία. Θα διερευνήσουμε πώς καταφέρνει να αμφισβητεί τα δεδομένα σε ένα ελληνικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα προάγει μια πιο ενσυναισθητική, φεμινιστική και συμπεριληπτική μορφή φροντίδας.


Από πού θα ξεκινούσατε, αν θέλατε να περιγράψετε τις κρίσιμες εμπειρίες που σας έχουν καθοδηγήσει στην αναγνώριση και την αντιμετώπιση των διακρίσεων στην ελληνική κοινωνία; Υπάρχουν κάποια γεγονότα που θεωρείτε ότι σας επηρέασαν ιδιαίτερα;

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Το 2007 μετακόμισα από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα, όπου ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Μολονότι ήμουν προνομιούχος ως νεαρός λευκός, cisgender άνδρας με ευρωπαϊκές καταβολές και προσδοκούσα ότι η εκπαίδευσή μου θα συνοδεύεται από επαγγελματικές ευκαιρίες, στην πραγματικότητα η ζωή μου εξελίχθηκε πολύ πέραν των ορίων μου.

Η οικονομία της χώρας υπέστη μια σημαντική ύφεση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία οδήγησε στην περίοδο της εγχώριας οικονομικής και κοινωνικο-πολιτικής κρίσης. Συνολικά, η κοινωνικο-οικονομική ζωή στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της λιτότητας που επιβλήθηκε από τα διαδοχικά μνημόνια, χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αναταραχές, υψηλά ποσοστά ανεργίας, εργασιακή ανασφάλεια, κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, επέκταση της μαύρης αγοράς και της ανασφάλιστης εργασίας, μειωμένο εισόδημα των νοικοκυριών, φτώχεια και αύξηση των ψυχικών διαταραχών. Ταυτόχρονα, η λιτότητα είχε αρνητικό αντίκτυπο και στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, θυμάμαι χαρακτηριστικά στις 29 Απριλίου 2012 πως 27 γυναίκες σεξεργάτριες συνελήφθησαν με ποινικές κατηγορίες ως οροθετικές. Οι φωτογραφίες τους και τα προσωπικά τους δεδομένα —συμπεριλαμβανομένων εμπιστευτικών πληροφοριών υγείας— εκτέθηκαν στα μέσα ενημέρωσης κατόπιν νόμιμων εντολών. Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης, το καλοκαίρι του 2013 το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών-ΣΥΔ ανέφερε εξακριβώσεις και συλλήψεις τρανς πολιτών σε καθημερινή βάση. Με το πρόσχημα ότι η αστυνομία θα έπρεπε να διαπιστώσει αν ένα άτομο ήταν εργαζόμενο στον τομέα του σεξ, τρανς γυναίκες που θεωρούνταν ότι ήταν σεξεργάτριες λόγω εμφάνισης, συλλαμβάνονταν, αφήνονταν να περιμένουν στα αστυνομικά τμήματα για περισσότερες από 3 με 4 ώρες για να ταυτοποιηθούν ενώ εξευτελίζονταν κι απειλούνταν από τους αστυνομικούς. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη δικαιολόγησε τη συστηματική παρενόχληση των τρανς γυναικών από την αστυνομία ως δράση για τη «βελτίωση της εικόνας των περιοχών της πόλης». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η μήνυση που κατέθεσε μια ομάδα επτά τρανς γυναικών κατά της αστυνομίας κρίθηκε αβάσιμη από τον εισαγγελέα και η υπόθεση απλώς αρχειοθετήθηκε.

Την ίδια περίοδο, με την άνοδο της ακροδεξιάς επανήλθε «η ενίσχυση των ιεραρχιών φύλου», οι οποίες υπήρχαν ήδη στην ελληνική κοινωνία αλλά συχνά είχαν παραμεριστεί κατά την περίοδο της κοινωνικής κινητικότητας και «ευρωπαιοποίησης». Αυτή η ενίσχυση των ιεραρχιών φύλου εκδηλωνόταν στον δημόσιο λόγο που ήταν συντριπτικά προσηλωμένος στην ιδέα της «επιβίωσης της ελληνικής οικογένειας» ή στην άνοδο των εθνο-εθνικών αξιώσεων, στοιχεία που αποτελούσαν επί της ουσίας και κάποιες από τις αιτίες για την άνοδο της έμφυλης και ομο-/τρανσφοβικής βίας. Η λιτότητα επομένως θα λέγαμε πως ενεργοποίησε τις υπάρχουσες ιδεολογικές τάσεις στην ελληνική κοινωνία, ενίσχυσε ρατσιστικά, ετεροσεξιστικά και ομο-/τρανσφοβικά «αντανακλαστικά» με αποτέλεσμα να γίνει εμφανές πως η λιτότητα συνέκλινε με τη θανατοπολιτική της ελληνικής ακροδεξιάς που απέκτησε νέους οπαδούς κατά την περίοδο της Κρίσης.

Μια από τις πολλές συνέπειες αυτού, θυμάμαι, ήταν πως όλο και περισσότερα ΛΟΑΤΚΙΑ+ μέλη βρίσκονταν κακοποιημένα μετά από δημόσιους ξυλοδαρμούς στους δρόμους της Αθήνας. Η ενίσχυση των ομο-/τρανσφοβικών στάσεων, των περιπτώσεων αντι-ΛΟΑΤΚΙΑ+ ρητορικής και των περιστατικών βίας μαζί με την επίγνωση ότι η υπακοή ήταν ένας τρόπος για να σκοτώσουμε την εσωτερική μας φωνή, πυροδότησαν τις πρώτες αντιδράσεις σε αρκετ@ ΛΟΑΤΚΙΑ+ φοιτητ@. Έτσι, παρότι η φούσκα των προνομίων —στην οποία κι εγώ μεγάλωσα— δημιουργεί την «ετεροκανονική ομοφυλοφιλία» που δεν αναγνωρίζει την ανάγκη διεκδίκησης περαιτέρω δικαιωμάτων μέσω της νομοθεσίας, πολλά μέλη αρχίσαμε να αναθεωρούμε τα γνώριμα μοντέλα στα οποία μεγαλώσαμε. Θυμάμαι πως αρκετ@ νέ@ αρχίσαμε να κινητοποιούμαστε για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας και να αντιμετωπίσουμε τη Χρυσή Αυγή και τη ρατσιστική και κακοποιητική επιρροή, κυρίως μιας μερίδας της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η ανάγκη μας ήταν να συνδράμουμε στην «απελευθέρωση» της Ελλάδας από τη νεοναζιστική πολιτική, τις ομο-/τρανσφοβικές και φανατικές θρησκευτικές ρητορικές μίσους και από κάθε είδους υποκρισία. Όλο αυτό γίνεται τόσο προσωπική όσο και συλλογική ανάγκη, πάντα προσανατολισμένη προς την προάσπιση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, με χρήση του εμβληματικού για το ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα συνθήματος: «Περήφανα η ντροπή του έθνους».

Εντός αυτών των ακτιβιστικών, αυτο-οργανωμένων ΛΟΑΤΚΙΑ+ συλλογικοτήτων, θυμάμαι πως τα νέα μέλη της κοινότητας ενθαρρυνθήκαμε να εμπλουτίσουμε το πολιτικό μας λεξιλόγιο, να παραμείνουμε κριτικά περίεργα και να συνεχίσουμε να λαμβάνουμε υπόψη ποι@ αντιπροσωπεύονται και ποι@ αποκλείονται από τις πολιτικο-θρησκευτικές αρχές της χώρας. Έτσι, παρότι κανείς/καμία δεν μας είχε εκπαιδεύσει σχετικά με τη φύση, τις εμπειρίες, και την ιστορία της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας, πλέον εκπαιδευόμασταν από τα μεγαλύτερα μέλη ώστε σταδιακά να ανακαλύψουμε έναν πιο ουσιαστικό, αυθεντικό και συναρπαστικό τρόπο να (συν-)υπάρχουμε.

Ταυτόχρονα, όσο περισσότερο αλληλοεπιδρούσαμε με ανοιχτωσιά μαζί τους, τόσο πιο έντονη γινόταν η καταπιεσμένη αίσθηση ευαλωτότητας που συχνά μας χαρακτήριζε από παιδιά. Οι ΛΟΑΤΚΙΑ+ συλλογικότητες ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για αρκετά από εμάς, καθώς αρχίσαμε να απελευθερωνόμαστε από κάποια πρώτα βαρίδια του παρελθόντος, όπως η έλλειψη της αυτο-αξίας, οι άγνωστες σε εμάς συναισθηματικές ανάγκες και η θήρα του βαθύτερου νοήματος της ζωής. Παρακολουθώντας τ@ συντρόφ@ να αποφορτίζονται στις ομαδικές ακτιβιστικές συναντήσεις που κάναμε και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, κατανοούσαμε βιωματικά το πόσο σημαντικό ήταν για εμάς να ζούμε με συνειδητότητα και αυθεντικότητα. Στη προσπάθεια αυτή θα έλεγα πως αναδύθηκε μια συλλογική αίσθηση, η οποία αισθάνθηκα πως μας οδηγούσε σε μια ουσιαστική προσωπική αλλαγή, καθώς σταδιακά αρχίσαμε να αισθανόμαστε ασφαλ@ να αναπτύσσουμε τον/την/το εαυτό μας συνδεόμεν@ με την κοινότητα. Εκεί ξεκίνησε ένα βαθύ και συνειδητό ταξίδι αυτογνωσίας για εμένα —αλλά και για πολλές, πολλούς, πολλά από εμάς.

Θα λέγατε πως ένας/μια θεραπευτής/-τρια που έχει εκπαιδευτεί στην Προσωποκεντρική προσέγγιση, είναι σε θέση να βοηθήσει ΛΟΑΤΚΙΑ+ πελάτ@ και γυναίκες με τραυματικές εμπειρίες λόγω του φύλου τους;

Η απάντηση είναι όχι. Ένας/μια θεραπευτής/-τρια —ανεξαρτήτως προσέγγισης— δεν μπορεί να δουλέψει θεραπευτικά με μειονότητες και θύματα πατριαρχίας και μισογυνισμού χωρίς περαιτέρω εκπαιδεύσεις και δουλειά με τον/την εαυτό/-τή του/της. Βάση των επιφανών θεωρητικών/θεραπευτών όπως ο Rogers και ο Ahles, η επίγνωση και η ανοιχτωσιά του/της θεραπευτή/-τριας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για τη δημιουργία μιας βοηθητικής θεραπευτικής σχέσης με την/τον πελάτισσα/-τη, βασισμένη στην εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση και την αυθεντικότητα. Έτσι, η θεωρητική εκπαίδευση σε μια σχολή της ψυχοθεραπείας, από μόνη της, θα έλεγα πως είναι φτωχή για το θεραπευτικό έργο. Κατά τη γνώμη μου, η περεταίρω θεωρητική κατάρτιση σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, η αναγνώριση και η κατανόηση των δικών μας διαμορφώσεων, προκαταλήψεων και προσωπικών εμπειριών, των προνομίων που έχουμε —ή δεν έχουμε και γιατί— και η συνειδητή δουλειά με το «πεινασμένο μας εγώ», θα έλεγα πως είναι τα σημεία που επηρεάζουν σημαντικά τη θεραπευτική σχέση, διευκολύνοντας τη σύνδεσή μας με τις/τους πελάτισσές/-τες μας και συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος για την προσωπική τους ανάπτυξη και θεραπεία. Εξετάζοντας, λοιπόν, τις δικές μας ταυτότητες μέσα από τις εκπαιδεύσεις, την κοινωνική μας δράση και τον προσωπικό μας αναστοχασμό, αναπτύσσουμε ποιότητες που μας επιτρέπουν να προσφέρουμε ένα πιο ενσυναισθητικό και με αποδοχή πλαίσιο καθ’ όλη τη διάρκεια του θεραπευτικού ταξιδιού. Άλλωστε, μέσα από την εμπειρία μου, η έννοια της αποδοχής συνδέεται με την έννοια της ενδυνάμωσης, της απομάκρυνσης της ντροπής και της δημιουργίας ασφαλούς χώρου που αποτελούν για τους/τις/τα περισσότερ@ από εμάς μια διορθωτική εμπειρία στις εσωτερικές μας καταγραφές.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε για εσάς η μελέτη της φεμινιστικής θεραπείας; Μπορείτε να μοιραστείτε κάποιες γνώσεις και σκέψεις σας σχετικά με αυτή τη θεωρία και το πώς επηρεάστηκε η προσέγγισή σας;

Η φεμινιστική θεραπεία εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στις Ηνωμένες Πολιτείες παράλληλα με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού. Εξελίχθηκε με την πάροδο των ετών, κερδίζοντας έδαφος τη δεκαετία του ’70 με την ίδρυση οργανώσεων όπως η «Ένωση Γυναικών στην Ψυχολογία» (Association for Women in Psychology-AWP). Αρχικά, αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες και στόχευε στην καταπολέμηση του σεξισμού στον τομέα της ψυχικής υγείας και ιδρύθηκε από ψυχοθεραπεύτριες/-τές —κυρίως γυναίκες. Με την πάροδο του χρόνου, η θεραπεία εξελίχθηκε σε ένα συμπεριληπτικό και μεταμοντέρνο μοντέλο που ενσωματώνει την ανάλυση του φύλου, της κοινωνικής θέσης και της εξουσίας. Εξυπηρετεί σήμερα άτομα κάθε ταυτότητας φύλου, άφυλα, ίντερσεξ, άτομα διαφόρων σεξουαλικών και ρομαντικών ταυτοτήτων, ασεξουαλικά άτομα, άτομα κάθε ηλικίας, ζευγάρια και μέλη διαφόρων οικογενειακών δομών. Συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων ψυχικής υγείας, από διατροφικές διαταραχές έως τραύματα και κακοποίηση. Εκτός από την επικέντρωση στην ψυχική υγεία του ατόμου, στοχεύει επίσης στην αντιμετώπιση συστημικών ζητημάτων, όπως διακρίσεις και βία λόγω του φύλου, αναγνωρίζοντας ότι τα προσωπικά προβλήματα είναι συνδεδεμένα με τις κοινωνικές πιέσεις. Έτσι, θα έλεγα ότι αποτελεί ένα ευέλικτο και προσαρμόσιμο μοντέλο θεραπείας, απαραίτητο για κάθε θεραπευτή/-τρια που διαπραγματεύεται τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών.

Σε ποια σχολή ψυχοθεραπείας εντάσσονται οι ρίζες της φεμινιστικής ψυχοθεραπείας και πόσο ευέλικτη είναι ως προς την ενσωμάτωσή της σε διάφορες άλλες σχολές ψυχοθεραπείας;

Η φεμινιστική ψυχοθεραπεία έχει τις ρίζες της κυρίως στην Προσωποκεντρική φιλοσοφία, που είναι και η κύρια προσέγγισή μου. Ταυτόχρονα, είναι επίσης επηρεασμένη από κοινωνικο-πολιτικές θεωρίες που σχετίζονται με την εξουσία, την καταπίεση και την ταυτότητα. Ένα από τα χαρακτηριστικά της Προσωποκεντρικής και της φεμινιστικής ψυχοθεραπείας είναι η έμφαση που δίνει στο θεραπευτικό περιβάλλον ως «χώρο διαδικασίας», όπου οι κοινωνικές και οικογενειακές δυναμικές της εξουσίας μπορούν να εντοπιστούν, να αναδιαρθρωθούν και να εξισορροπηθούν. Η/Ο/Το θεραπευτ@ χαρακτηρίζεται από αποδοχή προς την/τον/το πελάτ@ και επιθυμεί να εμπνεύσει μια αυθεντική, ενσυναισθητική και αμοιβαία σχέση μαζί της/του. Στο πλαίσιο αυτό, οι/τα πελάτ@ όχι μόνο ενθαρρύνονται να μοιραστούν τις δικές τους αφηγήσεις, αλλά μπορούν επίσης να ακούσουν για τις εμπειρίες της/του θεραπεύτριας/-τή —εάν αυτές είναι  βοηθητικές για τις/τους/τα πελάτ@—, διευκολύνοντας μια πιο ισότιμη βάση στη θεραπευτική σχέση. Ωστόσο, παρότι η φεμινιστική ψυχοθεραπεία έχει τις ρίζες της στις προσωποκεντρικές αρχές, μπορεί κάλλιστα να ενσωματωθεί σε διάφορες σχολές ψυχοθεραπείας. Είτε πρόκειται για γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, ψυχοδυναμική, ψυχοθεραπεία Gestalt ή οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, οι βασικές αρχές —η αναγνώριση της καταπίεσης, η ενδυνάμωση του ατόμου, η δημιουργία μιας αμοιβαίας θεραπευτικής σχέσης και η υπεράσπιση της κοινωνικής αλλαγής— θεωρώ πως μπορούν να ενσωματωθούν παντού εάν η/ο θεραπεύτρια/-τής χαρακτηρίζεται από ανοιχτωσιά, επίγνωση και διευρυμένη σκέψη.

Θα μπορούσατε να με κατατοπίσετε σχετικά με τους κεντρικούς πυλώνες και τις μεθοδολογίες της φεμινιστικής προσέγγισης στη ψυχοθεραπεία; Πώς λειτουργεί στην πράξη και ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά;

Η φεμινιστική θεραπεία χρησιμοποιεί μια ολιστική προσέγγιση που συνδυάζει διάφορες «τεχνικές» σχεδιασμένες για να διευκολύνουν την εμβάθυνση των πελατισσών/-τών, την αυτο-αποδοχή και την επίγνωσή τους. Μεταξύ αυτών των τεχνικών βρίσκονται η αυτο-αποκάλυψη, όπου —όπως είπαμε προηγουμένως— οι θεραπεύτριες/-τές μπορεί να μοιραστούν τις δικές τους εμπειρίες για να συνδεθούν και να ενδυναμώσουν την/τον/το πελάτ@. Επίσης, η ανάλυση των ρόλων των φύλων βοηθά τις/τους/τα πελάτ@ να κατανοήσουν πώς οι κοινωνικοί κανόνες ενδέχεται να έχουν επηρεάσει την ψυχική τους ευεξία. Η προσέγγιση περιλαμβάνει και την ανάλυση της εξουσίας κι εξετάζει το πώς οι ανισότιμες δυναμικές εξουσίας έχουν επηρεάσει την προσωπική ανάπτυξη των πελατισσών/-τών, καθώς και τεχνικές αναδιάταξης για να βοηθήσουν τις/τους/τα πελάτ@ να δουν τις προκλήσεις τους στο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών παραγόντων. Συνεπώς, η φεμινιστική θεραπεία δεν λειτουργεί μονάχα ως ένα εργαλείο για την ατομική ψυχολογική ανάπτυξη, αλλά και ως μια διαδικασία για την αλλαγή των ευρύτερων ανισοτήτων, ενθαρρύνοντας στο τέλος τις/τους/τα πελάτ@ να συμμετέχουν στις κοινωνικές δράσεις ή στον ακτιβισμό για μεγαλύτερη προσωπική και κοινωνική ενδυνάμωση.

Σε ποι@ θα λέγατε ότι απευθύνεται;

Η φεμινιστική θεραπεία προσφέρει μια διαφοροποιημένη κατανόηση του φύλου που κάποιες φορές υπερβαίνει τους παραδοσιακούς δυαδικούς ορισμούς που συχνά συνδέονται με το βιολογικό φύλο και τα κοινωνικά στερεότυπα και κατασκευές. Για τον λόγο αυτό, τα διαφυλικά (intersex) και τα διεμφυλικά (trans) άτομα, άφυλα άτομα και μέλη της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας, ετεροφυλόφιλες γυναίκες και άνδρες, κάθε μορφή ζευγαριού και οικογένειας —όλες, όλα, όλοι— μπορούν να βρουν το μη επικριτικό και γεμάτο αποδοχή περιβάλλον της φεμινιστικής θεραπείας χρήσιμο για τη διερεύνηση της ταυτότητας φύλου τους και την αντιμετώπιση των συνοδευτικών ζητημάτων στιγματισμού και διακρίσεων.

Άλλωστε, υπό το πρίσμα της διαθεματικότητας, η φεμινιστική προσέγγιση εξετάζει πώς διάφοροι τύποι καταπίεσης και διακρίσεων —όπως φύλο, φυλή, τάξη, σεξουαλικότητα, θρησκεία, ηλικία κ.ά.— αλληλεπιδρούν και διαμορφώνουν την ταυτότητα και τις εμπειρίες ενός ατόμου​​​​. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες, όπως οι ρομά, μπορεί να βιώνουν τόσο τον σεξισμό όσο και τον ρατσισμό από την ευρύτερη ελληνική κοινωνία, οι οποίοι συνδυασμένοι δημιουργούν μοναδικές και σύνθετες μορφές καταπίεσης.

Δεν περίμενα να αναφερθείτε στους μη-τρανς ετεροφυλόφιλους άνδρες.

Με βάση τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα καθίσταται σαφές ότι οι cis ετεροφυλόφιλοι άνδρες έχουν σημαντική ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη. Ωστόσο, συχνά αντιμετωπίζουν εμπόδια στην αναζήτηση υποστήριξης ψυχικής υγείας λόγω των κυρίαρχων έμφυλων προτύπων και των παραδοσιακών «σεναρίων» περί «ανδρισμού». Η φεμινιστική ψυχοθεραπεία ασφαλώς μπορεί να τους βοηθήσει στην αναγνώριση αυτών των προτύπων και να τους προσφέρει έναν ασφαλή χώρο να αντιμετωπίσουν και να αμφισβητήσουν αυτούς τους περιορισμούς που εμποδίζουν την απελευθέρωση του αυθεντικού τους εαυτού.

Δυστυχώς κάποιες παραδοσιακές ψυχολογικές/ψυχοθεραπευτικές θεωρίες ήταν στα θεμέλιά τους ανδροκεντρικές, εστιάζοντας κυρίως στις ανάγκες και τις προοπτικές των ανδρών. Αυτές οι προσεγγίσεις χαρακτηρίζονταν από στενούς ορισμούς του «φυσιολογικού/αποδεκτού ανδρισμού» που δεν ισχύουν για όλους τους άνδρες. Η φεμινιστική ψυχοθεραπεία και ο διαθεματικός φεμινισμός υπογραμμίζουν τη σημασία της κατανόησης του πώς οι ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες διαμορφώνουν τις εμπειρίες των ατόμων και παρέχουν μια πιο διευρυμένη κατανόηση της αρρενωπότητας, αμφισβητώντας αυτές τις στενές απόψεις. Έτσι, η φεμινιστική θεραπεία ενθαρρύνει την αμφισβήτησή τους και όσων συστημικών ζητημάτων τούς κρατούν καταπιεσμένους και «υπό όρους» με στόχο την απελευθέρωση του αυθεντικού τους εαυτού και την ανάπτυξη της ικανότητας να συνδεθούν ισότιμα τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τις/τους/τα Άλλ@.

Τι ισχύει για τις Ελληνίδες γυναίκες;

Από τις μελέτες που έχουν διεξαχθεί για τα ζητήματα φύλου και τις εμπειρίες των γυναικών, ένα κοινό συμπέρασμα είναι ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, αγχώδεις διαταραχές, κρίσεις πανικού και μετα-τραυματικού στρες σε σύγκριση με τους άνδρες, οι οποίοι τείνουν να παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά και κατάχρηση ουσιών. Επίσης, επισημαίνεται η επικρατούσα αντίληψη στον χώρο εργασίας και στην κοινωνία ότι οι άνδρες έχουν περισσότερα προνόμια. Στην αντίθετη πλευρά, οι Ελληνίδες γυναίκες —ιδιαίτερα στη επαρχία— αναλαμβάνουν συχνά ρόλους περιορισμένους στον οικιακό χώρο, με παραδοσιακές προτροπές που υποστηρίζουν ότι πρέπει να είναι κυρίως φροντίστριες. Αυτή η κοινωνική κατασκευή συχνά καθορίζει τις επαγγελματικές επιλογές των νεαρών κοριτσιών, ενθαρρύνοντάς τα να ακολουθούν καριέρες που ταιριάζουν περισσότερο με τις κοινωνικές προσδοκίες παρά με τα δικά τους ενδιαφέροντα και ταλέντα.

Επιπλέον, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την «ασφάλεια» των γυναικών στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, τα αναφερόμενα περιστατικά βιασμού στην Ελληνική Αστυνομία κυμαίνονται ετησίως από 163 έως 264 θύματα μεταξύ 2010 και 2017, ενώ μέχρι το 2018 δεν υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με το ποσοστό των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι κάθε μήνα μια γυναίκα δολοφονείται από ένα μέλος της οικογένειάς της, καθώς μεταξύ των ετών 2013 και 2018 συνολικά 69 γυναίκες σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της ενδοοικογενειακής βίας. Η μέση ηλικία των θυμάτων και των δραστών είναι περίπου 50 ετών, με την ηλικία των θυμάτων να κυμαίνεται από 15 έως 87 ετών και των δραστών από 20 έως 90 ετών. Περίπου το 10% των γυναικών που δολοφονήθηκαν στην Ελλάδα σκοτώθηκαν από εν ενεργεία ή συνταξιούχους αστυνομικούς/στρατιωτικούς που ακόμα διαθέτουν στη κατοχή τους όπλα. Ωστόσο, πολλές γυναικοκτονίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από τα ελληνικά ΜΜΕ και την κοινωνία ως «οικογενειακές τραγωδίες» ή απομονωμένα περιστατικά, αποσπώντας την προσοχή από τα σεξιστικά και μισογυνιστικά κίνητρα των δραστών. Αυτό οδηγεί σε μια παραμόρφωση του φαινομένου και της σεξιστικής/μισογυνιστικής του διάστασης, επιρρίπτοντας την ευθύνη στα θύματα αντί για τους θύτες. Ταυτόχρονα, παρότι επισημαίνεται η σημασία της αναγνώρισης της σεξιστικής και μισογυνιστικής διάστασης τέτοιων εγκλημάτων​, υπάρχουν απόψεις που επισημαίνουν τη δυσκολία της εισαγωγής του όρου «γυναικοκτονία» ως αυτοτελούς εγκλήματος στον Ποινικό Κώδικα λόγω της υπάρχουσας νομοθεσίας για την ανθρωποκτονία ενώ στον δημόσιο λόγο επικρατεί σημαντικό κύμα αντιδράσεων με αντιλήψεις όπως ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί αντιστοίχως και ο όρος «ανδροκτονία».

Στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας, λοιπόν, μια κοινωνία με πατριαρχικές δομές σαν την Ελλάδα διαιωνίζει τη βία των ανδρών προς τις γυναίκες, βλέποντάς τες ως κατώτερες. Επίσης, λέγεται ότι η βία προς τους ετέρους μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον έχει σχέση με την κοινωνική, πολιτική και ιστορική υποτέλεια των γυναικών στους άνδρες. Συγκεκριμένα, υπάρχουν παράγοντες που καθιστούν τις γυναίκες πιο ευάλωτες: οι ψυχολογικές προκλήσεις που έχουν σχέση με την εμπειρία του φύλου, η προκατάληψη φύλου και η έλλειψη γνώσης για ζητήματα φύλου καθώς και η επίδραση της Ελληνο-Ορθόδοξης Χριστιανικής θρησκείας που έχει ισχυρές πατριαρχικές απόψεις. Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, θεωρώ ότι είναι απαραίτητο οι θεραπεύτριες/-τές —ανεξαρτήτως προσέγγισης— να έχουν πλούσιες γνώσεις σε θέματα φύλου, φεμινισμού και φεμινιστικής ψυχοθεραπείας.

Πώς η φεμινιστική ψυχοθεραπεία μπορεί να συμβάλει βοηθητικά σε ένα πατριαρχικό κοινωνικό πλαίσιο;

Η φεμινιστική ψυχοθεραπεία απευθύνεται σε πατριαρχικές κοινωνίες όπως η ελληνική (κι όχι μόνον), καθώς οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο που (συν-)υπάρχουμε. Η ετεροκανονικότητα επιβάλλει την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε διακριτέα και συμπληρωματικά φύλα ενώ η ετεροφυλοφιλία είναι η μοναδική σεξουαλική/ρομαντική ταυτότητα και νόρμα, οι δυναμικές εξουσίας είναι βαθιά ριζωμένες στις αντιλήψεις μας και οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα συχνά αντιμετωπίζουν συστημική καταπίεση που υπερβαίνει τα προσωπικά ζητήματα και περιλαμβάνει σοβαρές πολιτισμικές και κοινωνικές προκλήσεις. Έτσι, σε αντίθεση με την κοινωνία όπου οι ανισορροπίες εξουσίας μεγεθύνονται, εντός του φεμινιστικού θεραπευτικού πλαισίου επικρατεί μια ισότιμη σχέση μεταξύ θεραπεύτριας/-τή και πελάτ@ που βοηθά τα άτομα να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση των κοινωνικών και διαπροσωπικών ανισορροπιών, μια επίγνωση που μπορεί να είναι απελευθερωτική. Επίσης, η φεμινιστική θεραπεία επιδιώκει να ενδυναμώσει τα άτομα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα όχι μόνο να εδραιώσουν μια ισχυρή αυτο-αντίληψη αλλά και να συμμετάσχουν στον κοινωνικό ακτιβισμό. Ο στόχος είναι αυτές οι ενδυναμωμένες γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα και κάθε άλλο άτομο να γίνουν φορείς κοινωνικής αλλαγής που μπορούν να επηρεάσουν προοδευτικά τις πατριαρχικές και ετεροκανονικές νόρμες. Έτσι, θα λέγαμε ότι η φεμινιστική ψυχοθεραπεία προσφέρει μια θεραπευτική και ενδυναμωτική προσέγγιση στην ψυχική ευεξία που μπορεί να είναι εξαιρετικά ευεργετική σε συντηρητικές πατριαρχικές κοινωνίες. Θεωρώ ότι μέσω της ενδυνάμωσης, της αμφισβήτησης των κοινωνικών προτύπων και της προώθησης μιας ισότιμης θεραπευτικής σχέσης, η φεμινιστική θεραπεία μπορεί να εμπνεύσει τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική αλλαγή.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σας ρωτήσω κάτι προσωπικό. Πώς θα αντιμετωπίζατε μια περίπτωση όπου μια γυναίκα επιθυμεί να εργαστεί σε έναν τομέα συχνά κοινωνικά στιγματισμένο, όπως η σεξεργασία; Θα ενθαρρύνατε μια τέτοια επιλογή;

Έως τώρα έχω συνεργαστεί με μία γυναίκα που εργαζόταν ως σεξεργάτρια. Μπορώ να μιλήσω μόνο με βάση αυτή μου την εμπειρία, τις γνώσεις και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον ρόλο μου ως θεραπευτής. Η πιο σημαντική, για εμένα, ποιότητα ενός θεραπευτή είναι η επίγνωση, δηλαδή η αναγνώριση των μοναδικών προκλήσεων και της πολυπλοκότητας που αντιμετωπίζουν αρκετά άτομα που δουλεύουν ως σεξεργάτ@, όπως το γεγονός πως είναι συχνά εκτεθειμένα σε διάφορες μορφές βίας, στίγμα και στερεότυπα που επηρεάζουν όχι μόνο τις/τους/τα ίδι@ αλλά και την ευρύτερη οικογένειά τους, όπως την ανατροφή των παιδιών τους. Όλα αυτά απαιτούν μια διαφοροποιημένη προσέγγιση της θεραπείας, καθώς τα άτομα συχνά παλεύουν με ένα πλήθος ψυχο-κοινωνικών παραγόντων πίεσης και περιορισμένους πόρους που συχνά τους προκαλούν άγχος, κατάθλιψη, συμπτώματα μετα-τραυματικού στρες ή χρήση ουσιών.

Ως θεραπευτής, λοιπόν, στοχεύω στη δημιουργία —ή στην έμπνευση καλύτερα— ενός ασφαλούς, μη επικριτικού πλαισίου όπου ελαχιστοποιούνται οι δυναμικές εξουσίας, το στίγμα και η επίκριση. Η θεραπευτική σχέση γίνεται απαραίτητο εργαλείο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας της/του πελάτ@. Ο ρόλος μου είναι να συνεργαστώ μαζί της/του —από ένα σημείο ανοιχτωσιάς και σεβασμού— με τη διάθεση να κατανοήσω πώς οι μοναδικές εμπειρίες της/του μπορεί να επηρεάζουν την ψυχική της/του υγεία και τη συνολική της/του ευημερία. Άλλωστε, σύμφωνα με τα περισσότερα ερευνητικά ευρήματα, η πιθανές ψυχολογικές προκλήσεις των σεξεργατριών/-τών και τα εμπόδια που βιώνουν οι οικογένειές τους δεν αφορούν κατά πλειοψηφία τις/τους/τα ίδι@ ή/και το επάγγελμά τους αλλά τον τρόπο που πλαισιώνονται από την ευρύτερη κοινωνία.

Για να απαντήσω, λοιπόν, στην ερώτησή σας, αυτό που είναι σημαντικό για εμένα είναι η αυτο-αποδοχή της πελάτισσάς μου, η προσωπική της ανάπτυξη και το δικαίωμά της στις επιλογές. Ασφαλώς θα στηρίξω κάθε της επιλογή και θα σταθώ στο πλευρό της παρέχοντάς της την ευκαιρία να εξερευνήσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις της χωρίς εξωτερική κρίση. Φτάνει πια με την κριτική. Όλ@ μας, κάποια στιγμή στη ζωή μας, την έχουμε βιώσει τόσο βαθιά που δεν την αντέχουμε άλλο. Πλέον είναι η ώρα να στραφούμε στην προσπάθεια των ατόμων να επεξεργαστούν τις προ(σ)κλήσεις που αντιμετώπισαν και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν. Ήρθε η ώρα να επενδύσουμε στην ενδυνάμωσή τους, προωθώντας όχι μόνο τη βελτίωση της ψυχικής υγείας αλλά και μια πιο ικανοποιητική ζωή συνολικά.

Κλείνοντας, εκτός από την ψυχοθεραπεία καταπιάνεστε με κάποιου είδους κοινωνική δράση αυτή την περίοδο;

Από τότε που μετακόμισα στις Βρυξέλλες συνεχίζω να συνεργάζομαι με κάποιες ελληνικές συλλογικότητες όμως, δυστυχώς, η απόσταση που μεσολαβεί ανάμεσά μας δεν μου επιτρέπει να βρίσκομαι στον πυρήνα των γεγονότων. Ωστόσο, η συγγραφή είναι το βασικό μου εργαλείο με το οποίο επικοινωνώ τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες μου στη χώρα μου. Αυτή την περίοδο, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Κοντύλι ολοκληρώνεται η διαδικασία έκδοσης του τρίτου μου βιβλίου με τίτλο: «Η Πραγμάτωση της Λίλιθ: Ψυχοθεραπεία, Μύθος και Θηλυκότητα», το οποίο συντάχθηκε λόγω της συστηματικής μου διαπίστωσης πως πληθώρα ειδικών ψυχικής υγείας —και ιδιαίτερα ανδρών— είναι πολλές φορές ανήμποροι να ανταπεξέλθουν θεραπευτικά στην ελληνική πραγματικότητα του #metoo, του μισογυνισμού, του σεξισμού και του ανησυχητικά μεγάλου αριθμού γυναικοκτονιών. Η αναγνώριση και η επίγνωση πως η ευθύνη μου ως λευκού cis άνδρα και κλινικού ψυχολόγου εκτείνεται πέραν του θεραπευτικού πλαισίου ήταν η κινητήριος δύναμή μου για αυτό το έργο. Ως εκ τούτου, συνέθεσα ένα αναστοχαστικό δοκίμιο στο οποίο περιγράφω τη θεραπευτική μου εμπειρία με μια πελάτισσα που με επισκέφτηκε φορτωμένη με τις ενδοβολές της πατριαρχίας. Προκειμένου να ενσυναισθανθώ το βάθος του τραύματος αλλά και να σταθώ βοηθητικά απέναντί της, προσπάθησα, εν μέρει, να παραγκωνίσω συνειδητά την ιδέα του κοινωνικού προνομίου που προσφέρει το φύλο μου και να ξεκινήσω την πλούσια διαδικασία της εσωτερικής εμβάθυνσης και του αναστοχασμού, αναγνωρίζοντας πρωτίστως τις δικές μου θηλυκές ποιότητες. Μέσα από τις προκλήσεις που και οι δύο συναντήσαμε —χωρίς να τις ταυτίζω, αφού παραμένω πάντα ένας προνομιούχος άνδρας του δυτικού κόσμου— αναδύθηκε από τις σκιές των συνεδριών μας η μυθική φιγούρα της Λίλιθ ως μέσο που συνέβαλε καθοριστικά στη μεταμορφωτική εμπειρία των συνειδήσεών μας. Εμπλουτισμένος από αυτή την προσωπική εμπειρία, καταθέτω στο τέλος, μέσω ενός λογοτεχνικού μονολόγου, μια συμβολική —και όχι θρησκευτική— προσέγγιση της Γένεσης, με απώτερο σκοπό τη συνδρομή μου στο φεμινιστικό κίνημα, τον εμπλουτισμό της φεμινιστικής θεολογίας και την ανάδυση ενός ανοιχτού διαλόγου πάνω στις ταυτότητες των γυναικών της ελληνικής παράδοσης. Θα χαρώ να μάθω τη γνώμη σας!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Φραγκάκη για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ για την πολύτιμη ευκαιρία που μου δώσατε να μιλήσω για πράγματα που με αγγίζουν προσωπικά, επαγγελματικά αλλά και συναισθηματικά. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο στο έργο σας.


Βιογραφικό:

Ο κλινικός ψυχολόγος και συγγραφέας Γεώργιος Φραγκάκης (Πρεμ Άντρι) είναι υποψήφιος διδάκτορας, βοηθός καθηγητή στα μαθήματα κλινικής ψυχολογίας και εκπαιδευτής στην Προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν. Υπήρξε εκλεγμένο μέλος του ΔΣ της Γαλλόφωνης Ένωσης Προσωποκεντρικών και Βιωματικών Ψυχοθεραπευτών – AFPC (02/2022 έως 02/2025) και συνδημιουργός του Συνεργατικού Περιοδικού Ψυχολογίας, Πολιτισμού και Συνειδητότητας «Animartists».

Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνεται το ψυχοθεραπευτικό μυθιστόρημα με τίτλο «Φ» (εκδόσεις Σμίλη) που διαπραγματεύεται τη φροντίδα του εσωτερικού παιδιού καθώς και η νουβέλα με τίτλο «Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή» που περιγράφει το συναίσθημα του έρωτα εντός της θεραπευτικής σχέσης. Τέλος, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η Πραγμάτωση της Λίλιθ: Ψυχοθεραπεία, Μύθος και Θηλυκότητα» (εκδόσεις Κοντύλι) κάνει τη δική του κριτική στον χώρο της Προσωποκεντρικής και της ευρύτερης ψυχοθεραπείας και περιγράφει βιωματικά το πώς ανέπτυξε μια σπάνια εσωτερική δύναμη μέσω της θεραπευτικής του εμπειρίας, του αναστοχασμού και αυτογνωσίας, χρησιμοποιώντας ως καύσιμο την ευσπλαχνικότητα, το θάρρος και πάνω απ’ όλα την αφοσίωση σε μια ενεργή, μη-βίαιη επαφή.